Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

μήκιστος

См. также в других словарях:

  • μήκιστος — tallest masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μήκιστος — η, ο (ΑΜ μήκιστος, ίστη, ον, Α δωρ. τ. μάκιστος, ίστη, ον) νεοελλ. (για μυ) αυτός που εκτείνεται από την ιερά χώρα μέχρι τις μαστοειδείς αποφύσεις τού κρανίου αρχ. 1. πολύ υψηλός στο ανάστημα («οὓς δὴ μηκίστους θρέψε ζείδωρος ἄρουρα», Ομ. Οδ.) 2 …   Dictionary of Greek

  • μηκίστων — μήκιστος tallest fem gen pl μήκιστος tallest masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μήκιστον — μήκιστος tallest masc acc sg μήκιστος tallest neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μηκίσταις — μήκιστος tallest fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μηκίστη — μήκιστος tallest fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μηκίστην — μήκιστος tallest fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μηκίστης — μήκιστος tallest fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μηκίστοις — μήκιστος tallest masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μηκίστου — μήκιστος tallest masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μηκίστους — μήκιστος tallest masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»