-
1 μετοχος
I2участвующий, (со)причастный(τέχνης Plat.)
μ. εἶναι ἐλπίδων Eur. — разделять (чьи-л.) надеждыIIὅ сообщник, соучастник(τῆς συμφορῆς Her.; τοῦ φόνου Eur.)
-
2 μέτοχος
{прил., 6}участвующий, причастный, сопричастный; как сущ. сообщник, участник, соучастник, причастник.Ссылки: Лк. 5:7; Евр. 1:9; 3:1, 14; 6:4; 12:8.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > μέτοχος
-
3 μέτοχος
{прил., 6}участвующий, причастный, сопричастный; как сущ. сообщник, участник, соучастник, причастник.Ссылки: Лк. 5:7; Евр. 1:9; 3:1, 14; 6:4; 12:8.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > μέτοχος
-
4 μέτοχος
ο, η1) участник, -ца; 2) акционер; пайщи|к, -ца -
5 μέτοχος
участвующий, (со)причастный; как сущ. сообщник, (со)участник, причастник.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > μέτοχος
-
6 μέτοχος
[мэтохос] ουσ. участник, акционер,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > μέτοχος
-
7 μέτοχος
[мэтохос] ουσ участник, акционер. -
8 αμετοχος
-
9 συμμετοχος
-
10 3353
{прил., 6}участвующий, причастный, сопричастный; как сущ. сообщник, участник, соучастник, причастник.Ссылки: Лк. 5:7; Евр. 1:9; 3:1, 14; 6:4; 12:8.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 3353
См. также в других словарях:
μέτοχος — sharing in masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μέτοχος — ο (ΑΜ μέτοχος, ον, Μ θηλ. και μέτοχη) [μετέχω] 1. αυτός που έχει μερίδιο σε κάτι ή αυτός που μετέχει σε κάτι, συνεργός, συναυτουργός («καὶ ἐγὼ αὐτῆς τὸ πλεῡν μέτοχός εἰμι», Ηρόδ.) 2. (το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ο και η μέτοχος συνέταιρος σε μια … Dictionary of Greek
μέτοχος — ο, η 1. αυτός που μετέχει σε κάτι: Είναι μέτοχος στην ευθύνη. 2. (οικον.), αυτός που έχει μία ή πολλές μετοχές σε κάποια επιχείρηση: Είναι μέτοχος σε πολλές εταιρείες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μετόχως — μέτοχος sharing in adverbial μέτοχος sharing in masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μέτοχον — μέτοχος sharing in masc/fem acc sg μέτοχος sharing in neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετόχοις — μέτοχος sharing in masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετόχου — μέτοχος sharing in masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετόχους — μέτοχος sharing in masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετόχων — μέτοχος sharing in masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετόχῳ — μέτοχος sharing in masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μέτοχα — μέτοχος sharing in neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)