-
1 αμετοχος
-
2 αμέτοχος
η, ο [ος, ον ] не участвующий, не принявший участия (в чём-л.) -
3 αμέτοχος
[амэтохос] еж. непричастный,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > αμέτοχος
-
4 αμέτοχος
[амэтохос] еж. непричастный.
См. также в других словарях:
ἀμέτοχος — having no share of masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμέτοχος — η, ο (Α ἀμέτοχος, ον) [μετέχω] αυτός που δεν μετέχει, δεν παίρνει ή δεν πήρε μέρος σε κάτι, ξένος, άσχετος … Dictionary of Greek
αμέτοχος — η, ο αυτός που δεν παίρνει μέρος σε κάτι: Σε όλα αυτά εκείνος έμεινε αμέτοχος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀμετόχως — ἀμέτοχος having no share of adverbial ἀμέτοχος having no share of masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμέτοχον — ἀμέτοχος having no share of masc/fem acc sg ἀμέτοχος having no share of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμετόχοις — ἀμέτοχος having no share of masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμετόχου — ἀμέτοχος having no share of masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμετόχους — ἀμέτοχος having no share of masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμετόχων — ἀμέτοχος having no share of masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμετόχῳ — ἀμέτοχος having no share of masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμέτοχα — ἀμέτοχος having no share of neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)