-
1 μέσος
Grammatical information: adj.Meaning: `(being) in the middle, middle', of space, sime etc., τὸ μέσον `the middle' (Il.). Forms of somp.: μεσαί-τερος, - τατος (IA.; after παλαίτερος a.o.; Schwyzer 632), μέσ(σ)ατος (Il., Ar.; after ἔσχατος etc.), μεσσάτιος (Call.; like ἐσχάτιος), μεσάτιον name of a strap (Poll.; vgl. μέσαβον); μεσσότατος (A. R., Man.).Compounds: Very often as 1. member, e.g. μεσό-δμη, μεσ-ημβρία (s. vv.); also μεσαι-πόλιος `halfgrey, growing grey' (Ν 361; cf. e.g. μεσό-λευκος) like μεσαί-τερος not locatival, but metr. conditioned (Schwyzer 448).Derivatives: Also adjectives, partly stilistically formally enlarged, partly from (τὸ) μέσον: 1. μεσήεις = μέσος (M269; metr. enlargement at verse-end (after τιμήεις, τελήεις?), Risch $56e; see Debrunner Άντίδωρον 28 f. 2. μεσ(σ)ήρης = μέσος (E., Eratosth.; after ποδήρης a. o.). 3. μεσαῖος = μέσος (Antiph.; as τελευταῖος). 4. μεσάδιος `central' (Aeol. acc. to sch. D.T.; after διχθάδιος a. o., cf. also μεσάζω). 5. μεσίδιος `in the middle, equal' (Arist.); μεσίδιον n. `at a mediator deposed property' with - ιόω `make a deposite' (pap., inscr.). -- 6. μεσίτης m. `mediator, arbiter' (Redard 25 f., 260 n. 1) with - ιτεύω 'be a μ., balance', also `pawn' (Plb., pap., NT), - ιτεία `mediation, settlement, pawning' (J., pap.). 7. μέσης m. `wind between ἀπαρκτίας and καικίας' (Arist.; Schwyzer 461, Chantraine Form. 31), also μεσεύς = καικίας (Steph. in Hp.). -- 8. μεσότης, - ητος f. `middle, mediocre, moderation' (Pl., Arist.). -- 9. μεσακόθεν adv. `among, between' (Arcad. IVa), \< - αχόθεν after πανταχόθεν (Thurneysen Glotta 12, 146, Schwyzer 630); not with Bechtel Gött. Nachr. 1920, 244 to Goth. * midjunga in midjun[ga] gards. -- Denomin. verbs: 1. μεσόω `form the middle, be in...' (IA.); 2. μεσεύω `keep the mean, be neutral' (Pl. Lg., X., Arist.); 3. μεσάζω = μεσόω (LXX, D.S.). -- On μεσ(σ)ηγύς s. v.Origin: IE [Indo-European] [706] *medʰi̯o- `middle'Etymology: Old local adj., identical with Skt. mádhya-, Lat. medius, Germ., e.g. Goth. midjis, OHG mitti, IE *médhi̯os `in the middle'. More forms from several other languages in WP. 2, 261, Pok. 706f., W.-Hofmann s. medius, Mayrhofer s. mádhyaḥ, Feist Vgl. Wb. s. midjis, Fraenkel Lit. et. Wb. s. mẽdis, Vasmer Russ. et. Wb. s. mežá. Supposition on the prehistory (adjectiv. of an adverb *médhi?; cf. μετά) also in Schwyzer 461 a. 627.Page in Frisk: 2,214-215Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > μέσος
-
2 ἔσχατος
Grammatical information: adj.Meaning: `the uttermost, last' (Il.).Compounds: Rarely in compp. like ἐσχατό-γηρως (- ος) `in the last age' (hell.), παρ-έσχατος `the last but one' (Ph.).Derivatives: ἐσχατιά, - ιή `uttermost part, frontier, extreme position' (Ion.Hes., Att.; cf. Scheller Oxytonierung 81f. (Tenos; Redard Les noms grecs en - της 9); poet. enlargement ἐσχάτιος (Nic.). Denomin. verbs. ἐσχατάω `be the uttermost, the last', only in ptc. ἐσχατάων, - όων (Il.; cf. Shipp Studies 62). ἐσχατεύω `id.' (Arist.). ἐσχατίζω `come too late' (LXX).Origin: IE [Indo-European] [292] *h₁eǵʰs `out'Etymology: Adjectival deriv. of ἐξ, but in detail unclear. The opposite ἔγ-κατα, to ἐν, presupposes a formation *ἔξ-κατος; the tenuis aspirata χ then requires as protoform *ἔχσ-κατος, what seems to give for ἐξ an IE basis *eǵʰs; but note in older alphabets the notation χσ = ξ (Schwyzer 210), which suggests aspiration of a velar before σ. - The suffix - κατος would have a velar element (cf. πρό-κα, Lat. reci-pro-cus; *ἐχσ-κο- `what is outside') and a dental ( μέσ(σ)-ατος, τρίτ-ατος a. o.). Wackernagel KZ 33, 40f. = Kl. Schr. 1, 719f., Leumann Hom. Wörter 158 n. 1. On the phonetics also Pisani Ist. Lomb. 73: 2, 29ff.Page in Frisk: 1,578Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἔσχατος
-
3 μεσουρανημα
1) середина неба NT.2) стояние в середине неба, кульминация Sext.
См. также в других словарях:
ηλίβατος — ἠλίβατος και δωρ. ἀλίβατος, ον (Α) 1. (στον Όμ. πάντα για απότομους βράχους) ψηλός, απότομος, απόκρημνος, ανηφορικός 2. (για δέντρα, καθώς και για τον θρόνο τού Διός στην Ολυμπία) ψηλός, μεγάλος (τῶν ἠλιβάτων θρόνων ἄρχοντα», Αριστοφ.) 3. (για τη … Dictionary of Greek
έσχατος — η, ο (ΑΜ ἔσχατος, η, ον Α και ἔσχατος, ον) 1. (για τόπους) ο πιο απομακρυσμένος, ο απώτατος, αυτός που βρίσκεται στο ακρότατο σημείο, ο τελευταίος («ἔσχατος θάλαμος», Ομ. Οδ.) 2. (για πρόσ.) χειρότερος, κατώτερος («ο έσχατος τών μαθητών») 3.… … Dictionary of Greek
κονδυλάτος — κονδυλᾱτος και κοντυλᾱτος η, ον (Μ) 1. ζωγραφισμένος με κοντύλι, κοντυλένιος 2. χαριτωμένος, λεπτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κονδύλι(ο)ν «κοντύλι» + κατάλ. ατος (< λατ. atus (πρβλ. μελ άτος, μεσ άτος)] … Dictionary of Greek
κοντοουραδάτος — κοντοουραδάτος, η, ο (Μ) αυτός πού έχει κοντή ουρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοντ(ο) * + οὐραδάτος (< ούρα) + φωνήεν δ προς αποφυγή χασμωδίας + κατάλ. άτος (πρβλ. μεσ άτος, χνουδ άτος)] … Dictionary of Greek
χορτάτος — η, ο, Ν 1. αυτός που έχει χορτάσει 2. (κατ επέκτ.) πλήρης, γεμάτος («και θυμούς χορτάτος μέσ στα σκότια γνέφη, γέρνει και κοιμάται», Παλαμ.) 3. παροιμ. α) «θέλει και την πίτα ολόκληρη και τον σκύλο χορτάτο» βλ. πίτα β) «ο χορτάτος τού νηστικού… … Dictionary of Greek
προβληματίζω — ΝΜ [πρόβλημα, ατος] νεοελλ. 1. προκαλώ σε κάποιον σκέψεις, ερωτήματα ή ανησυχίες, τού θέτω ένα πρόβλημα («η κατάστασή του μέ προβληματίζει») 2. μέσ. προβληματίζομαι (ως αμτβ.) α) σκέπτομαι ένα θέμα σε βάθος και με σοβαρότητα, προσπαθώντας να… … Dictionary of Greek
ρευματίζω — Α [ῥεῡμα, ατος] 1. (ενεργ και μέσ.) υποφέρω από ρευματισμούς («ῥευματιζόμενά τινα μέρεα», Τίμ. Λοκρ.) 2. μέσ. ῥευματίζομαι ρέω σαν ρεύμα («οἱ δὲ πορθμοὶ ῥευματίζονται κατ ἄλλον τρόπον», Στράβ.) … Dictionary of Greek
τερματίζω — ΝΜΑ [τέρμα, ατος] 1. θέτω τέρμα σε κάτι (α. «τερμάτισε την προσπάθειά του» β. «τερματίζοντα τὴν κυκλικὴν αποκατάστασιν», Επιφάν.) 2. (το μέσ.) τερματίζομαι λήγω, καταλήγω, τελειώνω (α. «σήμερα τερματίζονται οι εργασίες τής διάσκεψης» β. «ἐπὶ τὰ… … Dictionary of Greek
στηθάτος — η, ο, Ν περήφανος, αγέρωχος, αυτός που προβάλλει το στήθος του από περηφάνια. [ΕΤΥΜΟΛ. < στήθος + κατάλ. άτος (πρβλ. μεσ άτος)] … Dictionary of Greek
φρυδάτος — η, ο, Ν φρυδάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < φρύδι + κατάλ. άτος (πρβλ. μεσ άτος)] … Dictionary of Greek
χεράτος — ο, Ν ονομασία κυκλικού χορού στον οποίο οι χορευτές κρατούν ο ένας το χέρι τού άλλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < χέρι + κατάλ. άτος (πρβλ. μεσ άτος)] … Dictionary of Greek