Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

μέσ(σ)-ατος

См. также в других словарях:

  • ηλίβατος — ἠλίβατος και δωρ. ἀλίβατος, ον (Α) 1. (στον Όμ. πάντα για απότομους βράχους) ψηλός, απότομος, απόκρημνος, ανηφορικός 2. (για δέντρα, καθώς και για τον θρόνο τού Διός στην Ολυμπία) ψηλός, μεγάλος (τῶν ἠλιβάτων θρόνων ἄρχοντα», Αριστοφ.) 3. (για τη …   Dictionary of Greek

  • έσχατος — η, ο (ΑΜ ἔσχατος, η, ον Α και ἔσχατος, ον) 1. (για τόπους) ο πιο απομακρυσμένος, ο απώτατος, αυτός που βρίσκεται στο ακρότατο σημείο, ο τελευταίος («ἔσχατος θάλαμος», Ομ. Οδ.) 2. (για πρόσ.) χειρότερος, κατώτερος («ο έσχατος τών μαθητών») 3.… …   Dictionary of Greek

  • κονδυλάτος — κονδυλᾱτος και κοντυλᾱτος η, ον (Μ) 1. ζωγραφισμένος με κοντύλι, κοντυλένιος 2. χαριτωμένος, λεπτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κονδύλι(ο)ν «κοντύλι» + κατάλ. ατος (< λατ. atus (πρβλ. μελ άτος, μεσ άτος)] …   Dictionary of Greek

  • κοντοουραδάτος — κοντοουραδάτος, η, ο (Μ) αυτός πού έχει κοντή ουρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοντ(ο) * + οὐραδάτος (< ούρα) + φωνήεν δ προς αποφυγή χασμωδίας + κατάλ. άτος (πρβλ. μεσ άτος, χνουδ άτος)] …   Dictionary of Greek

  • χορτάτος — η, ο, Ν 1. αυτός που έχει χορτάσει 2. (κατ επέκτ.) πλήρης, γεμάτος («και θυμούς χορτάτος μέσ στα σκότια γνέφη, γέρνει και κοιμάται», Παλαμ.) 3. παροιμ. α) «θέλει και την πίτα ολόκληρη και τον σκύλο χορτάτο» βλ. πίτα β) «ο χορτάτος τού νηστικού… …   Dictionary of Greek

  • προβληματίζω — ΝΜ [πρόβλημα, ατος] νεοελλ. 1. προκαλώ σε κάποιον σκέψεις, ερωτήματα ή ανησυχίες, τού θέτω ένα πρόβλημα («η κατάστασή του μέ προβληματίζει») 2. μέσ. προβληματίζομαι (ως αμτβ.) α) σκέπτομαι ένα θέμα σε βάθος και με σοβαρότητα, προσπαθώντας να… …   Dictionary of Greek

  • ρευματίζω — Α [ῥεῡμα, ατος] 1. (ενεργ και μέσ.) υποφέρω από ρευματισμούς («ῥευματιζόμενά τινα μέρεα», Τίμ. Λοκρ.) 2. μέσ. ῥευματίζομαι ρέω σαν ρεύμα («οἱ δὲ πορθμοὶ ῥευματίζονται κατ ἄλλον τρόπον», Στράβ.) …   Dictionary of Greek

  • τερματίζω — ΝΜΑ [τέρμα, ατος] 1. θέτω τέρμα σε κάτι (α. «τερμάτισε την προσπάθειά του» β. «τερματίζοντα τὴν κυκλικὴν αποκατάστασιν», Επιφάν.) 2. (το μέσ.) τερματίζομαι λήγω, καταλήγω, τελειώνω (α. «σήμερα τερματίζονται οι εργασίες τής διάσκεψης» β. «ἐπὶ τὰ… …   Dictionary of Greek

  • στηθάτος — η, ο, Ν περήφανος, αγέρωχος, αυτός που προβάλλει το στήθος του από περηφάνια. [ΕΤΥΜΟΛ. < στήθος + κατάλ. άτος (πρβλ. μεσ άτος)] …   Dictionary of Greek

  • φρυδάτος — η, ο, Ν φρυδάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < φρύδι + κατάλ. άτος (πρβλ. μεσ άτος)] …   Dictionary of Greek

  • χεράτος — ο, Ν ονομασία κυκλικού χορού στον οποίο οι χορευτές κρατούν ο ένας το χέρι τού άλλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < χέρι + κατάλ. άτος (πρβλ. μεσ άτος)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»