Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

μεσσάτιος

См. также в других словарях:

  • μέσσατος — μέσσατος, αττ. τ. μέσατος, η, ον, επικ. τ. μεσσάτιος, α, ον (Α) 1. ο μεσαίος, αυτός που βρίσκεται στο μέσο 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ μέσατος ο διαιτητής. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. είναι σχηματισμένος κατά τα έσχατος, νείατος, αλλά δεν χρησιμοποιείται ως… …   Dictionary of Greek

  • υστάτιος — ίη, ον, Α (ποιητ. τ.) 1. ύστατος 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ ὑστατίη το τέλος 3. (το ουδ. ως επίρρ.) ὑστάτιον για τελευταία φορά. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού ὕστατος, κατά το μεσσάτιος: μέσσατος*] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»