-
1 μερή
μερή ηчастица, вынимаемая священником во время проскомидии в честь Богородицы, святых, живых и усопших верующих -
2 μέρη
μέραfem nom /voc sg (epic ionic)μέροςshare: neut nom /voc /acc pl (attic epic doric)μέροςshare: neut nom /voc /acc dual (doric aeolic)——————μέραfem dat sg (epic ionic) -
3 μέρῃ
Βλ. λ. μέρη -
4 μέρη
пределычастиΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > μέρη
-
5 μέρος
μέρος, ους, τό (Pind., Hdt.+).① part, in contrast to the wholeⓐ gener. (Ocellus Luc. c. 12 τὸ πᾶν ἢ μέρος τι τοῦ παντός; Alex. Aphr., An. II 1 p. 13, 16 μ. ἐν ὅλῳ; Gen 47:24; Philo, Spec. Leg. 3, 189 τ. ὅλου κ. τῶν μερῶν al.; Ath. 12, 3 μικρῷ μέρει τοῦ παντὸς τὸ πᾶν … δοκιμάζουσιν) w. the gen. of the whole τὸ ἐπιβάλλον μ. τῆς οὐσίας the part of the property that falls to me Lk 15:12 (SIG 346, 36 τὸ μέρος τὸ ἐπιβάλλον; 1106, 80). μ. τι τοῦ ἀγροῦ a part of the field Hs 5, 2, 2. δύο μέρη τῆς ῥάβδου two thirds of the stick (Thu. 1, 104, 2 τῆς Μέμφιδος τῶν δύο μερῶν πρὸς τὸ τρίτον μέρος; SIG 975, 24f) Hs 8, 1, 12f; cp. 8, 5, 3ff; 8, 8, 4; 8, 9, 1. τὸ πλεῖστον μ. αὐτῶν 8, 2, 9; cp. 9, 7, 4 and 8, 1, 16. τὰ λοιπὰ μ. 8, 1, 15. Also without gen., when it is plain fr. the context how much of a contrast betw. part and whole is involved μὴ ἔχον μέρος τι σκοτεινόν with no dark part Lk 11:36; cp. J 19:23 (Jos., Ant. 1, 172 μέρη τέσσαρα ποιήσαντες); Ac 5:2; Rv 16:19; Hv 4, 3, 4f. Of the Christians ἐκλογῆς μ. a chosen portion fr. among all humankind 1 Cl 29:1.ⓑ specialized usesα. component, element τινὰ μέρη ἔχουσιν τ. ἀνομίας they still have certain elements of lawlessness Hv 3, 6, 4b.β. of parts of the body (Diod S 32, 12, 1 τὰ τοῦ σώματος μέρη; Dio Chrys. 16 [33], 62; Plut., Mor. 38a μ. τ. σώματος; Artem. 3, 51 al.; Herodian 8, 4, 10; PRyl 145, 14 [38 A.D.]; PGM 4, 2390; 2392; Tat. 16, 1) fig., of the body whose head is Christ Eph 4:16 (on the text s. μέλος 2; for the idea σῶμα, end).γ. τὰ μέρη the parts (of a geographical area), region, district (Herodian 6, 5, 7; Jos., Ant. 12, 234; B-D-F §141, 2; s. Rob. 408) τῆς Γαλιλαίας Mt 2:22. τὰ μ. τῆς Λιβύης τῆς κατὰ Κυρήνην Ac 2:10; cp. 20:2. Also of a district in or around a city (cp. UPZ 180b, 8 [113 B.C.] οἰκίας τῆς οὔσης ἐν τῷ ἀπὸ νότου μέρει Διὸς πόλεως) τὰ μ. Τύρου καὶ Σιδῶνος the district of Tyre and Sidon Mt 15:21; cp. 16:13; Mk 8:10; J 6:1 D; Ac 7:43 D. τὰ ἀνωτερικὰ μέρη the upper (=inland) regions, interior (cp. PHamb 54 I, 14 τὰ ἄνω μέρη of the upper Nile valley) Ac 19:1.—Eph 4:9 (s. κατώτερος).δ. side (Diod S 2, 9, 3 ἐφʼ ἑκάτερον μέρος=on both sides; Ex 32:15; 1 Macc 9:12; TestJud 5:4; Ath. 1, 4 τὸ ἕτερον … τῆς κεφαλῆς μέρος) Hs 9, 2, 3. τὰ δεξιὰ μ. on the right side, τὰ ἀριστερὰ μ. on the left side v 3, 1, 9; 3, 2, 1. Of a vessel τὰ δεξιὰ μ. τοῦ πλοίου the right side of the boat (as the lucky side? cp. Il. 12, 239; 13, 821 of a bird of omen) J 21:6 (of a body part POxy 3195, II 40, 43 [331 A.D.]). τὰ ἐξώτερα μ. τῆς οἰκοδομῆς the outside of the building Hs 9, 9, 3.—New Docs 3, 75.ε. piece ἰχθύος ὀπτοῦ μέρος a piece of broiled fish Lk 24:42.—μ. τι λαμβάνειν take a portion Hv 3, 1, 6.ζ. party (Jos., Bell. 1, 143; POxy 1278, 24; PFlor 47, 17; PLond III, 1028, 18 p. 277 [VII A.D.] τοῦ πρασίνου μέρους=‘of the green party’) Ac 23:6. τινὲς τ. γραμματέων τ. μέρους τ. Φαρισαίων vs. 9.η. branch or line of business (cp. PFlor 89, 2 after Preisigke, Berichtigungsliste 1922, 147 τὰ μέρη τῆς διοικήσεως=‘the branches of the administration’) Ac 19:27.θ. matter, affair (Menand., Epitr. 234 S. [58 Kö.], Per. 297 S. [107 Kö.]; Diod S 2, 27, 1; Περὶ ὕψους 12, 5 [μέρη=objects]; Jos., Ant. 15, 61 τούτῳ τῷ μέρει; PRyl 127, 12 [29 A.D.] ἀναζητῆσαι ὑπὲρ τοῦ μέρους=‘begin an investigation concerning the matter’) ἐν τούτῳ τῷ μέρει in this case, in this matter (cp. Polyb. 18, 18, 2 τ. πίστιν ἐν τούτῳ τῷ μέρει διαφυλάττειν) 2 Cor 3:10; 9:3 (s. also ἐν μέρει in c below). Cp. 1 Pt 4:16 v.l.ⓒ used w. prepositions: ἀνὰ μέρος one after the other, in succession (s. ἀνά 2) 1 Cor 14:27.—ἀπὸ μέρους in part (Dio Chrys. 28 [45], 3; Ael. Aristid. 32, 4 K.=12 p. 135 D.; Ptolem., Apotel. 2, 10, 2; Epict. 1, 27, 17 διʼ ὅλων ἢ ἀ. μ.; PRyl 133, 17; BGU 1201, 15 [2 A.D.]; PTebt 402, 2; POxy 1681, 9; Just., A II, 10, 8 Χριστῷ … τῷ … ἄ. μ. γνωσθέντι) πώρωσις ἀ. μ. a partial hardening Ro 11:25. τολμηρότερον … ἀ. μ. very boldly on some points 15:15. καθὼς ἐπέγνωτε ἡμᾶς ἀ. μ. as you have understood us in part 2 Cor 1:14. Also for a while: ἀ. μ. ἐμπλησθῆναί τινος enjoy someone’s company for a while Ro 15:24; cp. 2 Cor 2:5 in some degree.—ἐκ μέρους in part, individually (Ael. Aristid. 54 p. 695 D.; 698; SIG 852, 30 … ὅλη, ἐκ μέρους δέ … ; PLond III, 1166, 14 p. 105 [42 A.D.]; BGU 538, 33; PRyl 233, 6; Philo, Mos. 2, 1 al.) individually 1 Cor 12:27. ἐκ μ. γινώσκειν know in part 13:9a, 12; cp. vs. 9b. τὸ ἐκ μ. what is ‘ in part’ = imperfect vs. 10.—ἐν μέρει in the matter of, with regard to (Antig. Car. 24; Diod S 20, 58, 5; Plut., Mor. 102e; Horapollo 1, 57 ἐν τροφῆς μέρει=‘as food’; GDI 5185, 30 [Crete] ἐν χάριτος μέρει; Philo, Det. Pot. Ins. 5 ἐν μέρει λόγου al.) ἐν μέρει ἑορτῆς with regard to a festival Col 2:16 (cp. ApcrEzk [Epiph. 70, 14] ἐν τῷ μέρει τῆς ἀδυναμίας ‘in connection with my disability’. See bθ above).—κατὰ μέρος part by part, in detail (ins [s. SIG ind. IV p. 444a]; PTebt 6, 24) περὶ ὧν οὐκ ἔστιν νῦν λέγειν κατὰ μέρος (κ. μ. of the detailed treatment of a subj. as Pla., Theaet. 157b, Soph. 246c; Polyb. 1, 4, 6; 3, 19, 11; 3, 28, 4; 10, 27, 7 λέγειν κ. μ.; Ptolem., Apotel. 2, 11, 7; 2 Macc 2:30; Jos., Ant. 12, 245) point by point Hb 9:5.—παρὰ μέρος to one side (Appian, Liby. 14 §55 γιγνόμενος παρὰ μ.=going to one side, Bell. Civ. 5, 81 §345; PGM 13, 438 βάλε παρὰ μέρος=‘put to one side’) ὁ λίθος ὑπεχώρησε παρὰ μ. the stone went back to one side GPt 9:37.ⓓ as adv. acc. μέρος τι in part, partly (Thu. 2, 64; 4, 30, 1; X., Eq. 1, 12; SIG 976, 65; 1240, 8 ἤτι μέρος ἢ σύμπαν; 3 Km 12:31) 1 Cor 11:18; τὸ πλεῖστον μ. for the most part (Menand., Fgm. 789 Kö.; Diod S 22, 10, 5) Hs 8, 5, 6; 8, 10, 1. τὸ πλεῖον μ. for the greater part v 3, 6, 4a.② share (Trag. et al.) μ. τι μεταδοῦναι ἀπό τινος give a share of someth. 1:5 (on μέρος ἀπό τινος cp. PStras 19, 5 [105 A.D.] τοῦ ὑπάρχοντος αὐτῷ μέρους ἑνὸς ἀπὸ μερῶν ἐννέα) δώσω αὐτοῖς … μέρος δικαιοσύνης μετὰ τῶν ἁγίων μου I will give them … a share of uprightness with my holy ones i.e. those rescued from perdition will enjoy the same redeemed status as those who are already in the divine presence ApcPt Rainer 6. ἔχειν μ. ἔν τινι have a share in someth. (cp. Synes., Ep. 58 p. 203a οὐκ ἔστι τῷ διαβόλῳ μέρος ἐν παραδείσῳ) Rv 20:6 (Dalman, Worte 103f). ἀφελεῖ ὁ θεὸς τὸ μέρος αὐτοῦ ἀπὸ τοῦ ξύλου τῆς ζωῆς 22:19.— Place (Appian, Bell. Civ. 1, 34 §154 ἐν ὑπηκόων ἀντὶ κοινωνῶν εἶναι μέρει=to be in the place of subjects instead of partners) τὸ μ. αὐτῶν ἐν τ. λίμνῃ their place is in the lake Rv 21:8. ἔχειν μ. μετά τινος have a place with someone J 13:8. τὸ μ. τινὸς μετὰ τῶν ὑποκριτῶν τιθέναι assign someone a place among the dissemblers (hypocrites) Mt 24:51; cp. Lk 12:46. μετʼ αὐτῶν μοι τὸ μ. γένοιτο σχεῖν ἐν (v.l. παρὰ) θεῷ may I have my place with them in (or with) God IPol 6:1. τοῦ λαβεῖν μ. ἐν ἀριθμῷ τῶν μαρτύρων MPol 14:2.—B. 934. DELG s.v. μείρομαι II. M-M. EDNT. TW. Sv. -
6 часть
часть ж .1) το μέρος· το τμήμα (участок)· το κομμάτι (кусок)· \частьи тела τα μέρη του σώματος· большая \часть το μεγαλύτερο μέρος; составные \частьи τα συστατικά μέρη; \частьи света τα μέρη του κόσμου; запасные \частьи τα ανταλλακτικά 2) (отдел) το τμήμα, ο τομέας 3) воен. η μονάδα, το τμήμα ◇ \частьи речи τα μέρη του λόγου; по большей \частьи συνήθως, κατά το πλείστο* * *жчасти те́ла — τα μέρη του σώματος
бо́льшая часть — το μεγαλύτερο μέρος
составны́е части — ή τα συστατικά μέρη
части све́та — τα μέρη του κόσμου
запасны́е части — τα ανταλλακτικά
2) ( отдел) το τμήμα, ο τομέας3) воен. η μονάδα, το τμήμα••части ре́чи — τα μέρη του λόγου
по бо́льшей части — συνήθως, κατά το πλείστο
-
7 μέρος
τό1) часть (целого);μέγα μέρος — большая часть;
τό μεγαλύτερο (μικρότερο) μέρος — большая (меньшая) часть;
συστατικό μέρος — составная часть;
τό μέρος τού κτιρίου — часть здания;
τα μέρη τού σώματος (της μηχανής) — части тела (машины);
τα μέρη της μουσικής συμφωνίας — чисти симфонии;
ένα μέρος τού κοινού — часть публики;
του χάρισα ένα μέρος από τα χρέη του — я ему простил часть долгов;
σε τρία μέρη — а) в трёх частях; — б) на три части;
παίρνω ( — или λαμβάνω) μέρος σε ( — или είς) κάτι — принимать участие в чём-л., участвовать в чём-л.;
2) сторона (в разн. знач);στο αριστερό μέρος — налево, слева, на левой стороне;
στο απέναντι μέρος τού πόταμου — на противоположной стороне реки;
από το ένα (άλλο) μέρος — с одной (с другой) стороны;
παίρνω το μέρ κάποιου — становиться на чью-л. сторону;
είμαι με το μέρος σου — я на твоей стороне;
3) край, местность; сторона (разг);[είμαστε από το ίδιο μέρος — мы из одной местности;
στο μέρος μας έχουμε πυρετούς — в наших краях имеется малярия;
σ' εκείνα τα μέρη δεν χιονίζει ποτέ — в тех краях никогда не бывает снега;
ωραίο μέρος γιά να χτίσει κανείς — чудесное место для постройки;
4) отхожее место, уборная;5) театр, роль; партия (в опере);αυτό το μέρος είναι πολύ δύσκολο — эта роль, партия очень трудна;
6):τα μέρη τού λόγου — грам, части речи;
§ τα (Υψηλά) Συμβαλλόμενα Μέρη (Высокие) договаривающиеся стороны;τί μέρος τού λόγου είναι; — что за человек, что он из себя представляет?;
εν μέρει — отчасти, частично;
κατά μέρος ( — оставить) в стороне;
(отбросить) в сторону;τ' αστεία κατά μέρ! — шутки в сторону;
άφησε τούς δισταγμούς κατά μέρος — перестань стесняться, брось стесняться;
αφήνω κατά μέρος — забросить, оставить;
! βάζω κατά μέρος — откладывать, приберегать (деньги);
τον πήρα κατά μέρος — я его отвёл в сторону;
εκ ( — или από) μέρους μου (του, σου κ.λ.π.) — а) от меня (тебя, него и т. д.); — от моего (твоего, его) имени;
έχετε χαιρετισμούς εκ μέρους της — вам привет от неё;
προσωπικά από ( — или εκ) μέρους μου — от меня (лично); — б) с моей (с твоей, с его) стороны;
είναι πολύ ευγενικό εκ μέρους σου — это очень мило с твоей стороны;
επί μέρους — частично;
οι (αί, τα) επί μέρους... — частные, особые, отдельные (вопросы, элементы и т. д.)
-
8 μερος
- εος τό1) часть, доля(τὰ τοῦ σώματος μέρη Plat.; εἰς ἡμέρας μ. βραχύ Soph.)
μετέχειν τὸ μ. τῶν δεινῶν ὥσπερ τῶν ἀγαθῶν Lys. — делить невзгоды и радости;τὸ τρίτον μ. Thuc. — треть;обычно в — дробях указывается только числитель, а знаменатель подразумевается большим на единицу:τὰ δύο μέρη Thuc. — две трети;τὰ ὀκτὼ μέρη Sext. — восемь девятых;κατὰ τὸ πολὺ μ. и μέγα μ. Plat. — в большой части, значительно;τὸ πλεῖστον μ. Diod. — большею частью;πρὸς μ. Dem. — соразмерно, пропорционально2) сторона, личностьτοὐμὸν μ. Eur. — что касается меня;
3) перен. часть, отношениеκατὰ или περὴ τοῦτο τὸ μ. и ἐν τούτῳ τῷ μέρει Polyb., NT. — в этом отношении
4) роль, значение, положение, тж. должность, местоἐν μέρει τινὸς τιθέναι (λαβεῖν, ποιεῖσθαί) τινα Plat. — считать кого-л. кем(чем)-л.;
ἐν οὐδενὸς εἶναι μέρει Dem. — не иметь никакого значения;ἀπὸ μέρους προτιμᾶσθαι Thuc. — выдвигаться на почетные места в зависимости от сословного положения;ἐν προσθήκης μέρει Dem. — в качестве придатка;ἐν ἀρετῆς μέρει τιθέναι τι Plat. — считать что-л. добродетелью;ἐν σκώμματος μέρει Aeschin. — в насмешку;ἀγγέλου μ. Aesch. — служба гонца;5) черед, смена(ἐπεὴ δὲ αὐτῆς μ. ἐγένετο Her.)
ἐν (τῷ) μέρει Thuc., Plat., κατὰ μ. Thuc., ἀνὰ μ. Eur. и παρὰ μ. Arst. — по очереди, попеременно;καὴ ἐν τῷ μέρει καὴ παρὰ τὸ μ. Xen. — и в порядке очереди, и вне очереди6) воинская часть, подразделение, отряд Xen.ἐν τοῖς μέρεσι Aeschin. — (находящиеся) на действительной военной службе
7) pl. пределы, территория(τῆς Γαλιλαίας NT.)
-
9 часть
част||ьж1. (доля целого) τό μέρος, τό τμήμσ, τό μερίδιο[ν], τό κομμάτι[ον], ἡ μερίδα [-ίς]:\часть вдания τό μέρος τοῦ κτιρίου· \частьи тела τά μέρη τοῦ σώματος· \частьи машины τά μέρη τής μηχανής· запасные \частьи τά ἀνταλλακτικά· большая \часть τό μεγαλύτερο μέρος· меньшая \часть τό μικρότερο μέρος, τό μικρότερο μερίδιο· составная \часть τό ὁργανικό μέρος· \частьи света οἱ πέντε ήπειροι· \часть публики ἕνα μέρος τοῦ κοινοῦ· роман в трех \частьях τό μυθιστόρημα σέ τρία μέρη· казенная \часть (оружия) τό ούραϊον ὀπλου· выплата \частья́ми πληρωμή σέ δόσεις· по \частья́м σέ δόσεις· рвать на \частьи прям., перен κάνω κομμάτια·2. (отдел) τό τμήμα, ὁ τομέας:санитарная \часть τό τμήμα ὑγειονομικής ὑπηρεσίας· пожарная \часть ὁ πυροσβεστικός σταθμός· учебная \часть τό ἐκπαιδευτικό τμήμα·3. воен. ἡ μονάδα, τό τμήμα:воинская \часть ἡ μονάδα στρατοῦ· пехотные \частьи τά τμήματα πεζικοὔ· танковые \частьи τά τμήματα ἀρμάτων μάχης· передовые \частьи οἱ προφυλακές, τά τμήματα τής πρώτης γραμμής· ◊ материальная \часть ὁ ὁπλισμός· \частьи речи грам. τά μέρη τσῦ λόγου· это не по моей (его) \частьи разг αὐτό δέν εἶναι τής ἀρμοδιότητας μου (του)· по большей \частьи, большей \частьыо ὡς ἐπί τό πλείστον разрываться на \частьи́ γίνομαι χίλια κομμάτια -
10 членить
-ню, -нишьρ.δ.μ. χωρίζω σε μέλη ή μέρη•членить изложение χωρίζω την έκθεση σε μέρη•
членить на части χωρίζω σε μέρη•
членить предложение (γραμμ.) χωρίζω την πρόταση σε μέλη.
χωρίζομαι σε μέλη ή μέρη. -
11 ΜΈΡος
ΜΈΡος, τό, 1) Theil, Antheil, so Viel von einer Sache auf den Einzelnen kommt; Pind. P. 12, 11 u. öfter; ἤδη με γηραιὸν μέρος ἁλικίας ἀμφιπολεῖ, P. 4, 157; μεϑέξειν φίλτατον τάφου μέρος, Aesch. Ag. 493 (vgl. μετέχειν τὸ μέρος τῶν δεινῶν ὥςπερ τῶν ἀγαϑῶν μετέχουσιν, Lys. 31, 5; κάλλους γὰρ πλεῖστον μέρος μετέσχεν, Isocr. 10, 54); εἰς ἡμέρας μέρος βραχὺ δός μοι σεαυτόν, Soph. Phil. 83; εἰ δείματός γ' ἔχει μέρος, wer dieser Furcht theilhaftig, O. R. 294; ἔχετον κοινοῦ ϑανάτου μέρος ἄμφω, Ant. 147; ἕως φροντίδος λάβῃ μέρος, Tr. 148; τὸ ἐμὸν οἴχεται βίου τὸ πλέον μέρος ἐν στοναχῇσι, Eur. Or. 203; παγκληρίας μέρος κατασχεῖν, Suppl. 15; μέτεστιν ὑμῖν τῶν πεπραγμένων μέρος, I. T. 1299; μέχρι τρίτου μέρους ὥρας, Plat. Legg. VI, 784 a, öfter, wie bei den Folgdn, der Theil im Ggstz des Ganzen, τοῦ ναυτικοῦ μέγα μέρος, u. ä. Thuc. τοῦ ποταμοῠ κρατοῦντες καὶ τῆς Μέμφιδος τῶν δύο μερῶν, πρὸς τὸ τρίτον μέρος ἐπολέμουν, 1, 104, da sie zwei Drittel von Memphis in ihrer Gewalt hatten; (u. so sind immer τὰ πέντε μέρη fünf Sechstel, τὰ ὀκτὼ μέρη acht Neuntel u. s. w.); μέρος τι, zum Theil, 4, 30; κατά τι μέρος, Plat. Legg. VI, 757 d; κατὰ τὸ πολὺ μέρος, größtentheils, Tim. 86 d. – 2) die Theilnahme an Etwas, Gemeinschaft mit Anderen; μέρος ἑκατέρῳ νέμω, jedem seine Rolle anweisen, Her. 2, 173; τὰ δ' ἄλλα πράξω κοὐ καμεῖ τοὐμὸν μέρος, Soph. Tr. 1215, d. h. ich für meinen Theil werde nicht ermüden; dah. die Reihe, die jeden trifft, ἐπεί τε αὐτῆς μέρος ἐγίνετο τῆς ἀπίξιος παρὰ τὸν Μάγον, da sie die Reihe traf, Her. 3, 69; κατὰ μέρος, der Reihe nach, abwechselnd, H. h. Merc. 53; πάντων ἐρήμους πλὴν ὅσον τὸ σὸν μέρος, so Viel auf dich kommt, so Viel an dir liegt, Soph. O. R. 1509 u. öfter; – τὸ σὸν μέρος, Soph. Ant. 1049; Eur. Rhes. 405; τοὐμὸν μέρος, Heracl. 678; τὸ αὑτοῦ μέρος, Plat. Phaedr. 256 a; τὸ σὸν μέρος, ὅ τι ἂν τύχωσι, τοῦτο πράξουσι, Crit. 45 d; auch κατὰ τὸ σὸν μέρος, u. μέρος ὅσον ἐπὶ σοὶ γέγονε, Ep. VII, 328 e; ἤδη ὑμέτερον μέρος συμβουλεύειν, es ist eure Rolle, Sache, Lach. 180 a; ἐγὼ ἐρῶ ἐν τῷ σῷ μέρει – σὺ δ' ἐν τῷ ἐμῷ, »an deiner, meiner Stelle«, Conv. 185 d; ἐν μέρει, der Reihe nach, Einer nach dem Andern, κλῦϑί νυν, ὦ πάτερ, ἐν μέρει, πολυδάκρυτα πένϑη, Aesch. Ch. 329; ἀντάκουσον ἐν μέρει, Eum. 189; ἔπος δ' ἀμείβου πρὸς ἔπος ἐν μέρει τιϑείς, 556; ἀκούσας σοῠ τε τῆςδέ τ' ἐν μέρει, Eur. Hec. 1130; in Prosa, κατὰ ἔϑνεα κεκοσμημένοι ἐν μέρει ἐμάχοντο, Her. 7, 212, vgl. 1, 26; λέγοντάς τε καὶ ἀκούοντας ἐν μέρει, Plat. Prot. 347 d; ἐν τῷ μέρει ἐρωτῶν τε καὶ ἐρωτώμενος, Gorg. 462 e; auch bei Folgdn; oft mit ἕκαστος verbunden, ἕκαστον ἐν μέρει λόγον περὶ Ἔρωτος εἰπεῖν, jeder, an den die Reihe komme, Alle der Reihe nach sollten sprechen, Plat. Conv. 214 b; Xen. πολλὰ κινδυνεύσαντα καὶ ἐν τῷ μέρει καὶ παρὰ τὸ μέρος, wenn die Reihe an ihn kam, so Viel auf seinen Antheil kam, u. außer der Reihe, außer dem, wozu er verpflichtet war, An. 7, 6, 36; vgl. Arr. An. 3, 26, 8; ἐν μέρει καὶ αὐτός, ich meinerseits wieder, Luc. Nigr. 3. – 3) Anders sind die Verbindungen, wo ἐν μέρει eigtl. »in der Klasse, Abtheilung« bedeutet u. im Deutschen oft durch »als«, »für« zu übersetzen ist, οὐκ ἀποδεχόμενοι ὡς ἐν οὐσίας μέρει, Plat. Theaet. 155 e; εἰ ἐν ἀρετῆς καὶ σοφίας τίϑης μέρει τὴν ἀδικίαν, wenn du die Ungerechtigkeit zu der Tugend u. Weisheit rechnest, sie als Tugend ansiehst oder gelten läßt, Rep. I, 348 e; ὡς ἐν παιδιᾶς γε μέρει, IV, 424 d; ἐν σκώμματος μέρει παραφέρει ἑαυτόν, Aesch. 1, 125, zum Spott; ἐν προςϑήκης μέρει, Dem. 2, 14, wie ein Anhang, verachtet; ἐν οὐδενὸς εἶναι μέρει, für Nichts gelten, ib. 18; εἰς εὐεργεσίας μέρος καταϑέσϑαι, 23, 17, als Wohlthat anrechnen; οὐ δίκαιόν ἐστιν ἐν τεκμηρίου μέρει ποιεῖσϑαι τἀδίκημα, 44, 50; ἀγγέλου μέρος, das Botenamt, Aesch. Ag. 282; Thuc. 2, 37 sagt von der Demokratie, daß in ihr, ὡς ἕκαστος ἔν τῳ εὐδοκιμεῖ, οὐκ ἀπὸ μέρους (nicht weil er von einer bestimmten, bevorrechteten Klasse ist) τὸ πλεῖον ἐς τὰ κοινὰ ἢ ἀπ' ἀρετῆς προτιμᾶται. – Κατὰ μέρος, einzeln, Plat. Theaet. 157 b Soph. 246 c, wie κατὰ μέρη οὖν ἄκουε Theaet. 182 b.
-
12 δι-αιρέω
δι-αιρέω (s. αἱρέωὶ, 1) auseinandernehmen, theilen, sondern, zerreißen. Hom. Iliad. 20, 280 in tmesi ἐγχείη δ'ἄρ'ὑπὲρ νώτου ἐνὶ γαίῃ ἔστη ὶεμένη, διὰ δ' ἀμφοτέρους ἔλε κύκλους ἀσπίδος ἀμφιβρότης. Folgende: δύο μοίρας Λυδῶν, in zwei Theile, Her. 1, 94; vgl. 4, 148; Plat. Phaedr. 253 d τρία μέρη, in drei Theile; παῖδα κατὰ μέλεα διελών Her. 1, 119; 123; ἀκρόϑινα διελών Pind. Ol. 11, 59; auseinander-, wegreißen, γέφυραν, σταυρούς, Xen. An. 5, 2, 21; niederreißen, Thuc. 2, 75; πυλίδα, aufbrechen, 4, 51; – absondern, Plat. Phil. 23 e; – διαιρεῖν δίχα, Plat. Soph. 225 a; διχῆ, Crat. 396 a. – Ggstz συντιϑέναι, Rep. X, 618 c; διαιρούμενος εἰς ἴσα δύο μέρη Legg. X, 895 e; κατὰ σμικρὰ διῄρηται Soph. 225 c; auch διῄρητο ξύμπαν τὸ ζῷον τῷ τιϑασσῷ καὶ ὰγρίῳ Polit. 263 e, u. so Folgde; αὶδῶ καὶ σωφροσύνην, unterscheiden, Xen. Oec. 7, 26. – Med., unter sich vertheilen, Hes. Th. 112; τὸ ἔργον Thuc. 7, 19; auch allein, διελόμενοι τὴν πόλιν περιετείχιζον, indem sie sich in die Arbeit theilten, 5, 75; Sp. Bei Plat., wie das act., = theilen, ausscheiden, τοὺς ἀμείνους καὶ τοὺς χείρονας Legg. XII, 950 e; vgl. Isocr. 4, 47; κατ' εἴδη Plat. Phaedr. 273 e u. öfter; τέτταρα μέρη τινός 265 b. – 2) bestimmt angeben, aussagen, Her. 7, 47. 103; auch Med., 7, 50; Plat. Charmid. 169 a; περίτινος, 163 d; Arist. rhet. 1, 15; entscheid en, διαφοράς Her. 4, 23; τὰ ἀλλήλων ἐγκλήματα Plat. Polit. 305 c; ψήφῳ περί τινος Aesch. Eum. 630; absol., Ar. Ran. 1100; τὸν νικῶντα Plat. Legg. XII, 946 b. – Med., auch = erklären, auslegen; τέρας Dion. Hal. 4, 60; ὄψιν Plut. Cim. 18.
-
13 мало
επίρ.1. λίγο•он мало ест αυτός λίγο τρώγει•
мало говорит да много делает λίγο μιλά και πολλά κάνει.
|| λιγοστά, λιγούτσικα.2. σε συνδυασμό με αντωνυμίες και επιρρήματα: кто, что, какое, когда και το μόριο ли σημαίνει: λίγο, λίγοι, σε λίγα ή μερικά μέρη, σε μερικές εποχές, περιόδους κ.τ.τ. мало кто знает об этом λίγοι ξέρουν γι αυτό•я мало где бывал εγώ λίγα μέρη είδα (επισκέφτηκα).
εκφρ.мало ли – άραγε λίγο;•мало ли – (με επίρρημα ή αντωνυμία: кто, что, как, какой, где, когда) σημαίνει; διάφοροι, πολλοί, διάφορο, πολύ σε διάφορα ή σε πολλά μέρη•мало ли что – τι λίγο..., δεν έχει σημασία τι..., μου εί αδιάφορο τι... мало ли что ты говоришь,а дела нет τι με ενδιαφέρουν τα λόγια, εγώ θέλω έργαα) λίγο, παρά λίγοон не упал παρά λίγο αυτός δεν έπεσε, β) το λιγότερο, όχι λιγότερο απο•мало по -у – βαθμιαία, (απο) λίγο-λίγο•мало того – εκτός απ αυτό•ни мало не – ούτε το ελάχιστο, καθόλου•того, что... – δε φτάνει που... -
14 часть
-и, γεν. πλθ. -ей θ.1. μέρος (του όλου), τμήμα•часть долга μέρος του χρέους•
часть здания τμήμα του κτιρίου.
2. μέλος•часть тела μέλος του σώματος.
3. το μερίδιο, το μερτικό•я взял свою часть εγώ πήρα το μερίδιο μου.
4. το εξάρτημα•частьи часов τα μέρη του ωρολογίου•сборка -ей συναρμολόγηση των μερών•
часть запасныечастьи τα ανταλλακτικά.
5. η πλευρά•художественная часть произведения το καλλιτεχνικό μέρος του έργου.
6. μέρος(υποδιαίρεση)•роман в пяти -ях с эпилогом μυθιστόρημα σε πέντε μέρη με επίλογο.
7. τμήμα, τομέας•часть санитарная -υγειονομικό τμήμα•
учебная часть διδακτικός τομέας•
хозяйственная часть οικονομικός τομέας.
8. (στρατ.) τμήμα•пехотныечастьи τμήματα πεζικού.
9. τμήμα πόλης.10. αστυνομικό τμήμα.11. παλ. η τύχη.εκφρ.в тойчастьи – σ αυτόν το βαθμό•почастьи ή вчастьи – σχετικά, σε σχέση (με)•львиная часть – η μερίδα του λιονταριού-частьи речи (γραμμ.) τα μέρη του λόγου•часть благую часть избрать – παλ. μτφ. παίρνω την καλύτερη απόφαση (ευβουλία)- войти ή вступить в -•, быть вчастьи παίρνω μέρος, συμμετέχω•разрываться начастьи – γίνομαι κομμάτια (ασχολούμαι ταυτόχρονα με πολλές δουλειές)•рвать начастьи – ενοχλώ με διάφορα ζητήματα. -
15 κατώτερος
κατώτερος, α, ον comp. of κάτω (s. two prec. entries and next entry; Hippocr. et al.; Vett. Val. 34, 21; IG XIV, 2476; Gen 35:8; TestLevi 3:1; ApcEsdr 4:5 p. 28, 4 Tdf. al.; Tat.) lower κατέβη εἰς τὰ κατώτερα μέρη τῆς γῆς he went down into the lower regions of the earth Eph 4:9 (on the expr. cp. Galen VIII 894 K. μέρη τῆς καρδίας κατωτέρω; Ps 138:15 ἐν τοῖς κατωτάτοις τῆς γῆς; Tob 13:2 S). Some think the pass. refers to Jesus’ burial. Many (e.g. Tert., Chrysostom, Bengel; Clemen2 90; JRobinson, Eph.) take τὰ κατ. μέρη τ. γῆς to be Hades (cp. Ael. Aristid. 26, 103 K.=14 p. 367 D. of the Titans: εἰς τ. κατωτάτους μυχοὺς τῆς γῆς ἀπελθεῖν; ApcEsdr 4:5). Others hold that Jesus’ coming on earth, the incarnation, is meant (s. lit. cited by MBarth, Eph [AB] ’74, 434 n. 49).—ALindroth, Descendit ad inferna: SvTK 8, ’32, 121–40. B-D-F §167. S. on πνεῦμα 2 and 4c.—M-M. TW. -
16 κατα-νέμω
κατα-νέμω (s. νέμω), 1) vertheilen, austheilen; τοὺς δήμους κατένεμε ἐς τὰς δέκα φυλάς Her. 5, 69; τὴν νῆσον δέκα μέρη κατανείμας, in zehn Theile vertheilend, Plat. Critia. 113 e, wie τὸ στράτευμα κατένειμε δώδεκα μέρη Xen. Cyr. 7, 5, 13; auch med., κατενείμαντο γῆν πᾶσαν Plat. Critia. 113 b, sie vertheilten unter sich, wie Thuc. 2, 17; – zurechnen, zuschreiben, τινὰ εἰς τὴν προςήκουσαν τάξιν Aesch. 1, 155. 159. – 2) abweiden, τὴν ἱερὰν χώραν βοσκήμασι κατανέμουσι Dem. 18, 154; Sp., D. Hal. 1, 79; auch als depon. pass. gebraucht, τὴν χώραν ἡμῶν κατανενέμηνται καὶ τὴν πόλιν κατεσκάφασι Isocr. 14, 7, λέοντα κατανεμηϑέντα τὴν Λιβύην Ath. XV, 677 e; ἀλφοῦ κατανεμηϑέντος τὸ σῶμα Plut. Artax. 23.
-
17 δια-νέμω
δια-νέμω (s. νέμω), 1) vertheilen, Plat. u. Folgde, bes. τινί τι, z. B. τὰ δίκαια καὶ ὅσια ὀρϑῶς πᾶσι Polit. 301; auch ἐπὶ τὰ ἑαυτῶν ἕκαστα ἐκμαγεῖα, auf, Theaet. 194 d; Min. 321 c; τριχῇ τὸ στράτευμα Gorg. 464 c; ἡ χώρα κατὰ δώδεκα μέρη διανενέμηται Legg. VI, 758 e; εἴς τι, Tim. 55 d; auch γῆ δὲ καὶ οἰκήσεις ὡσαύτως τὰ αὐτὰ μέρη διανεμηϑήτων, sollen in eben so viel Theile getheilt werden, Legg. V, 737 e; vgl. Tim. 35 b. – 2) verwalten, ἄστυ, ναόν, Pind. P. 4, 261. 8, 65. – Med., unter sich vertheilen, sich in etwas theilen, Her. 8, 128; Plat. Gorg. 523 a u. Folgde, z. B. Plut. Them. 4; aber διανειμάμενοι δίχ' ἑαυτούς, sie theilten sich in zwei Theile, Plat. com. bei Schol. Blat. p. 314.
-
18 διαιρεω
(fut. διαιρήσω, aor. 2 διεῖλον, pf. διῄρηκα)1) снимать, срывать(ὀροφήν Thuc., Xen.)
2) раскалывать(λίθους Arst.)
3) разрезать, рассекать4) прокалывать5) вырывать, выворачивать, выдергивать(σταυρούς Xen.)
6) взламывать, ломать(πυλίδα Thuc.)
διελόντες τοῦ τείχους Thuc. — пробив стену;τὸ διηρημένον Thuc. — пролом, брешь7) разбирать, разрушать(γέφυραν Her.)
8) делить, разделять(τρία μέρη Plat.; διαιρεθῆναι εἰς τὰ ἐλάχιστα Arst.; δ. τι εἰς μέρη τρισκαίδεκα Plut.; med. διελεῖσθαι τέν ληΐην Her.)
διελεῖν σφᾶς αὐτοὺς δίχα Plut. — разделиться на две части;κατὰ πόλεις διελόμενοι τὸ ἔργον Thuc. — распределив работу между (отдельными) городами;διῃρῆσθαι χωρὴς κατὰ γένη Arst. — быть разделенным на отдельные роды9) различать(αἰδῶ καὴ σωφροσύνην Xen.; αἱ διαιρεθεῖσαι κατηγορίαι Arst.)
ταῖς δόξαις διαιρεῖσθαι τοὺς ἀμείνους καὴ τοὺς χείρονας Plat. — сознавать различие между лучшими и худшими10) разбирать, толковать, разъяснять, тж. определять, рассуждать(περί τινος Plat., Arst.)
εἰ δὲ ἄρα μή ἐστι τοῦτο τοιοῦτο οἷον ἐγὼ δ. Her. — если же это обстоит не так, как я рассуждаю;ὅσα πρὸς τέν σκέψιν ταύτην διελεῖν ἀναγκαῖον Arst. — разъяснения, необходимые для данного исследования11) (раз)решатьδ. δίκας Aesch. — разбирать судебные дела, вершить суд;ψήφῳ δ. περί τινος Aesch. — решить что-л. голосованием;κλήρῳ διελεῖν τὸν νικῶντα Plat. — определить жребием, кто одержал победу -
19 διανεμω
(fut. διανεμῶ, aor. διένειμα)1) разделять, распределять, раздавать(τινί τι Arph., Plat., Plut. и τι ἐπί τι Plat.; τὰς ἀρχὰς κατ΄ ἀξίαν Arst.)
δ. μέρη и κατὰ μέρη Plat. — делить на части;med. — делить или распределять между собой (τέν ἀρχήν Plat.; τὰ δημόσια Arst.; τέν χώραν καὴ τὰς πόλεις πρὸς ἀλλήλους Plut.)2) управлять, править(ἄστυ Pind.)
-
20 κατανεμω
(aor.: med. κατενειμάμην - pass. κατενεμήθην)1) разделять, расчленять, разбивать(τοὺς δήμους εἰς τὰς δέκα φυλάς Her.; τέν νῆσον δέκα μέρη Plat.; τὸ στράτευμα δώδεκα μέρη Xen.; τὸ πλῆθος ἐν συσσιτίοις Arst.)
; med. разделять между собой(γῆν πᾶσαν Plat.)
2) выделять, причислять, назначать(τινὰ εἰς τέν προσήκουσαν τάξιν Aeschin.)
κ. θέαν τινί Dem. — отводить кому-л. место на зрелище3) распределять под выпас, раздавать для пастьбы(τέν χώρην Αἰγυπτίοισι Her.; ἱερὰν χώραν βοσκήμασι Dem.)
; захватывать под пастбища, стравливать скоту(τέν χώραν τινός Isocr.)
4) med. ( о скоте) объедать, стравливать(χώραν Babr.)
5) med.-pass. перен. (о болезнях) пожирать, распространяться(νόσος κατανεμηθεῖσα τοῦ σώματος или τὸ σῶμα Plut.)
См. также в других словарях:
μέρη — μέρα fem nom/voc sg (epic ionic) μέρος share neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) μέρος share neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μέρῃ — μέρα fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κάτω Μέρη — Ημιορεινός ακατοίκητος οικισμός (υψόμ. 400 μ.) στην πρώην επαρχία Τριφυλίας του νομού Μεσσηνίας. Τα Κ.Μ. βρίσκονται στο βόρειο τμήμα του νομού. Υπάγονται διοικητικά στον δήμο Δωρίου … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
άνθος — Βασικό τμήμα κάθε φυτού, αν και υπάρχουν φυτά που δεν ανθοφορούν.Λέγεται και λουλούδι. Το ά. είναι το μέρος του φυτού που περιέχει τα όργανα της εγγενούς αναπαραγωγής· κατά κανόνα είναι το πιο όμορφο, το πιο φανταχτερό και το πιο ευωδιαστό μέρος… … Dictionary of Greek
ανθός — Βασικό τμήμα κάθε φυτού, αν και υπάρχουν φυτά που δεν ανθοφορούν.Λέγεται και λουλούδι. Το ά. είναι το μέρος του φυτού που περιέχει τα όργανα της εγγενούς αναπαραγωγής· κατά κανόνα είναι το πιο όμορφο, το πιο φανταχτερό και το πιο ευωδιαστό μέρος… … Dictionary of Greek
ημισφαίριο — Όρος που σημαίνει το ένα από τα δύο ίσα μέρη σφαίρας ή σφαιροειδούς σώματος. (Αστρον.) Είναι κάθε ένα από τα δύο ίσα μέρη στα οποία χωρίζει ο ουράνιος ισημερινός την ουράνια σφαίρα. Τα δύο αυτά μέρη λέγονται βόρειο και νότιο η., ενώ τα δύο η. στα … Dictionary of Greek
Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… … Dictionary of Greek