-
21 ομοιομερεια
ἥ одинаковость частей, (качественная) однородностьαἱ ὁμοιομέρειαι Anaxagoras ap. Plut. et Diog.L. — гомеомерии, качественно однородные частицы (из которых состоит каждый из качественно обособленных элементов материального мира)
-
22 παχυμερεια
-
23 βραχυμέρεια
βρᾰχῠ-μέρεια, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βραχυμέρεια
-
24 μεγαλομέρεια
μεγᾰλο-μέρεια, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μεγαλομέρεια
-
25 μικρομέρεια
μικρο-μέρεια, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μικρομέρεια
-
26 παχυμέρεια
πᾰχῠ-μέρεια, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παχυμέρεια
-
27 πολυμέρεια
πολυ-μέρεια, ἡ,A a consisting of many parts, Ph.1.506, Placit.5.26.4, Porph.Sent. 34.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολυμέρεια
-
28 τετραμερής
τετρᾰ-μερής, ές,A quadripartite, Arist.Fr.47, LXX 2 Ma.8.21, S.E.P. 1.23, Sor.Fasc.40. Adv.- ρῶς Sm.Ez.1.8
, Eust.1572.24: hence [suff] τετρᾰ-μέρεια, ἡ, = sq., Tz.H.3.341.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τετραμερής
-
29 ἑτερομέρεια
ἑτερο-μέρεια, ἡ,A inclination to one side, Suid., Phot.s.v. κατὰ πρόσκλισιν.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἑτερομέρεια
-
30 ἰσομέρεια
ἰσο-μέρεια, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἰσομέρεια
-
31 ὀλιγομέρεια
ὀλῐγο-μέρεια, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀλιγομέρεια
-
32 ἀμέρεια
-
33 βραχυμέρεια
-
34 ἑξαμέρεια
ἑξα-μέρεια, ἡ, die Teilung in sechs Stücken -
35 ἑτερομέρεια
-
36 λεπτομέρεια
λεπτο-μέρεια, ἡ, das Bestehen aus feinen Teilen -
37 μεγαλομέρεια
μεγαλο-μέρεια, ἡ, das Bestehen aus großen Teilen, d. i. die Größe -
38 μικρομέρεια
μικρο-μέρεια, ἡ, das Bestehen aus kleinen Teilen -
39 μονομέρεια
μονο-μέρεια, ἡ, die Einfachheit, das aus nur einem Teile Bestehen -
40 ὁλομέρεια
ὁλο-μέρεια, ἡ, das aus ganzen, großen Stücken Bestehen
См. также в других словарях:
μέρεια — μέρεια, ἡ (Α) 1. μερίδα 2. (κατά τον Ησύχ.) «φυλῆς μέρος ἐκ δέκα τρι(ακ)άδων συνεστός». [ΕΤΥΜΟΛ. Κατ απόσπαση από συνθ. σε μέρεια (πρβλ. πολυμερής > πολυμέρεια)] … Dictionary of Greek
μερεία — μερείᾱ , μέρεια fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ολιγομέρεια — η (Α ὀλιγομέρεια) νεοελλ. το να αποτελείται κάτι από λίγα μέρη αρχ. μικρή έκταση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο) (βλ. λ. λιγο ) + μέρεια (< μερής < μέρος), πρβλ. πολυ μέρεια] … Dictionary of Greek
μέρος — το (ΑM μέρος) 1. τμήμα ενός όλου, τεμάχιο, κομμάτι (α. «γκρεμίστηκε ένα μέρος τού τοίχου» β. «κίνησις γὰρ αὕτη δὴ μεγίστη τοῑς Ἕλλησιν ἐγένετο καὶ μέρει τινὶ τῶν βαρβάρων», Θουκ.) 2. αυτό που αναλογεί στον καθένα, μερίδιο, μέρισμα, μερτικό («πήρε … Dictionary of Greek