-
1 λεπτο-μέρεια
λεπτο-μέρεια, ἡ, das Bestehen aus seinen Theilen; Tim. Locr. 98 e; Plut.
-
2 λεπτομέρεια
λεπτο-μέρεια, ἡ, das Bestehen aus feinen Teilen -
3 λεπτομερεια
ἥ расчлененность на мелкие частицы(τοῦ πυρός Plat.; τῆς τῶν εἰδώλων φύσεως Plut.)