-
1 μονο-μέρεια
μονο-μέρεια, ἡ, die Einfachheit, das aus nur einem Theile Bestehen, K. S.
-
2 μονομέρεια
μονο-μέρεια, ἡ, die Einfachheit, das aus nur einem Teile Bestehen
См. также в других словарях:
μέρος — το (ΑM μέρος) 1. τμήμα ενός όλου, τεμάχιο, κομμάτι (α. «γκρεμίστηκε ένα μέρος τού τοίχου» β. «κίνησις γὰρ αὕτη δὴ μεγίστη τοῑς Ἕλλησιν ἐγένετο καὶ μέρει τινὶ τῶν βαρβάρων», Θουκ.) 2. αυτό που αναλογεί στον καθένα, μερίδιο, μέρισμα, μερτικό («πήρε … Dictionary of Greek