Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

μέμβραξ

См. также в других словарях:

  • μέμβραξ — μέμβραξ, ακος, ὁ (Α) είδος τέττιγος, τζίτζικα. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Έχει διατυπωθεί η άποψη ότι πρόκειται για μεσογειακό ή πελασγικό τ. που ανάγεται σε θ. *bher / *bhr . Κατ άλλη άποψη, συνδέεται με το ρ. βράσσω «αναταράζω, σείω, βράζω,… …   Dictionary of Greek

  • μέμβραξ — cicada masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»