-
1 ματης
-
2 μάτης
μάτηfolly: fem gen sg (attic epic ionic)ματάωto be idle: pres ind act 2nd sgματάωto be idle: imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) -
3 ματέω
-
4 ματεω
III -
5 узкоглазый
επ., βρ: -глаз, -а, -оστενο-μάτης, στενόφθαλμος. -
6 μάτημι
A = ματεύω, in [ per.] 2sg. [tense] pres.μάτης, ἐξ ἑτέρω ἕτερον μ. Theoc.29.15
:—[voice] Pass., [dialect] Ion. ματεῖσθαι, = ζητεῖσθαι, Hp. ap. Erot. (Hsch. has ματεῖ· ζητεῖ.)------------------------------------------- -
7 ματεύω
Grammatical information: v.Meaning: `search, seek, strive to' (Ξ 110);Other forms: ματέω in μάτης (Theoc. 29, 15; Aeol. *μάτημι), ματεῖ ζητεῖ, ματῆσαι μαστεῦσαι, ζητῆσαι, μάσσαι ζητῆσαι H., ματεῖσθαι ζητεῖσθαι (Hp. ap. Erot.).Compounds: Also with preflx ἐσ- ματέομαι, - μάσασθαι (Hp.), ἐμ-, κατ-εμ-ματέω (Nik.) `feel in, stick in (the hand, the sting)'.Derivatives: μάτος n. `investigation' (Hp. ap. Gal.), ματήρ ἐπίσκοπος, ἐπιζητῶν, ἐρευνητής with ματηρεύειν μα\<σ\> τεύειν, ζητεῖν H.Origin: XX [etym. unknown]Etymology: To ματέω, from where prob. secondarily ματεύω (cf. Schwyzer 732), agree formally δατέομαι, πατέομαι; so we have probably to start from a nominal τ-stem (see Schwyzer 705 f.; cf. also Bechtel Lex. s. ματεύω). The verbal nouns ἄ-δασ-τος, ἄ-πασ-τος have a parallel in ἀ-προτί-μαστος; to the aorists δάσ(σ)ασθαι, πάσ(σ)ασθαι comform - μάσ(σ)ασθαι, μάσσαι. So the verbal σ-forms just like the nominal μαστύς, μαστήρ, μάστιξ etc., also μάσμα, can be connected with ματέω. From these σ-forms also μαστεύω may have got its σ. With δατέομαι: δαίομαι compare ματέω: μαίομαι. But while we have for the explanation of δαίομαι certain comparanda outside Greek, μαίομαι has no certain analysis; cf. s. v.Page in Frisk: 2,184Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ματεύω
См. также в других словарях:
μάτης — μάτη folly fem gen sg (attic epic ionic) ματάω to be idle pres ind act 2nd sg ματάω to be idle imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τσιμπλομάτης — α, ικο, θηλ. και τσιμπλοματού, Ν τσιμπλιάρης, τσίμπλης. [ΕΤΥΜΟΛ. < τσίμπλα + μάτης (< μάτι), πρβλ. αετο μάτης] … Dictionary of Greek
χαμηλομάτης — α, ικο, Ν (κυριολ. και μτφ.) χαμηλοθώρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαμηλός + μάτης (< μάτι), πρβλ. μαυρο μάτης] … Dictionary of Greek
αμυγδαλομάτης — ο (θηλ. –μάτα) αυτός που έχει μάτια σε σχήμα αμυγδάλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμύγδαλο + μάτης < μάτι] … Dictionary of Greek
σύνθετος — η, ο / σύνθετος, ον, ΝΜΑ, και αττ. τ. ξύνθετος, ον και τ. θηλ. συνθετὴ ή συνθέτη Α [συντίθημι] 1. αυτός που έχει συγκροτηθεί από πολλά επιμέρους τμήματα ή στοιχεία αρμονικά ενωμένα, ο πολυμερής (α. «σύνθετη λέξη» λέξη που απαρτίζεται από δύο ή… … Dictionary of Greek
Σλοβενία — Κράτος της Κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Β με την Αυστρία, στα ΒΑ με την Ουγγαρία, στα Δ με την Ιταλία, και στα Ν ΝΔ με την Κροατία.Η Σλοβενία είναι μια χώρα λίγο μικρότερη σε έκταση από την Πελοπόννησο. Βρίσκεται στο βόρειο άκρο της… … Dictionary of Greek