Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

μάγος

См. также в других словарях:

  • Μᾶγος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μάγος — one of the priests and wise men in Persia masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μάγος — one of the priests and wise men in Persia masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μάγος — Στην αρχαιότητα, το μέλος μιας μηδικής φυλής με βαθιά γνώση της θρησκείας, που επιδιδόταν σε αστρολογικές και μαντικές τεχνικές και χαρακτηριζόταν για τις επιστημονικές του γνώσεις· επίσης, ο ιερέας και σοφός των αρχαίων Περσών που ασχολείτο με… …   Dictionary of Greek

  • μάγος — ο θηλ. ισσα 1. αυτός που ασχολείται με τις απόκρυφες τέχνες, τη μαγεία: Στο θέαμα που είδαμε συμμετείχαν μάγοι και ταχυδακτυλουργοί. 2. αυτός που ξεγελά τους άλλους, απατεώνας, αγύρτης: Της είπαν κάτι μάγοι ότι θα τη βοηθήσουν και τους έδωσε ένα… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Σίμων ο Μάγος — Σύγχρονος του Ιησού (1ος αι. μ.Χ.), από τη Σαμάρεια ή την Κύπρο, μάγος και αιρετικός του χριστιανισμού. Παρακολουθώντας το κήρυγμα του Φίλιππου στη Σαμάρεια, ο Σ. πείστηκε ότι ο χριστιανισμός ήταν ισχυρότερος από τη μαγική δύναμη και βαφτίστηκε… …   Dictionary of Greek

  • Μάγοιο — Μάγος one of the priests and wise men in Persia masc gen sg (epic) Μά̱γοιο , Μᾶγος masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μάγοις — Μάγος one of the priests and wise men in Persia masc dat pl Μά̱γοις , Μᾶγος masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μάγοισι — Μάγος one of the priests and wise men in Persia masc dat pl (epic ionic aeolic) Μά̱γοισι , Μᾶγος masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μάγοισιν — Μάγος one of the priests and wise men in Persia masc dat pl (epic ionic aeolic) Μά̱γοισιν , Μᾶγος masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μάγους — Μάγος one of the priests and wise men in Persia masc acc pl Μά̱γους , Μᾶγος masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»