-
1 волшебник
волшеб||никм ὁ μάγος. -
2 колдун
колдунм ὁ μάγος. -
3 кудесник
кудесникм поэт. ὁ μάγος. -
4 маг
магм в разы. знач. ὁ μάγος. -
5 чародей
чародейм прям., перен ὁ μάγος, ὁ γόης. -
6 волшебник
[βαλσέμπντκ] ουσ. α. μάγος -
7 колдун
[καλντούν] ουσ. α μάγος -
8 кудесник
[κουντιέσνικ] ουσ. α. μάγος -
9 маг
[μάκ] ουσ. α μάγος -
10 чародей
[τσαραντιέϊ] ουσ. α. μάγος -
11 волшебник
[βαλσέμπντκ] ουσ α μάγος -
12 колдун
[καλντούν] ουσ α μάγος -
13 кудесник
[κουντιέσνικ] ουσ α μάγος -
14 маг
[μάκ] ουσ α μάγος -
15 чародей
[τσαραντιέϊ] ουσ α μάγος -
16 волхв
-а α.μάγος• μάντης (στους αρχαίους Σλάβους). -
17 волшебник
-а α., -ница, -ы θ. μάγος, μάγισσα, γόης, γόησσα. -
18 колдун
-и α. μάγος, γόης, γητευτής. -
19 кудесник
-а α. παλ.μάγος, γόης, θαυματουργός. -
20 маг
-а α.1. μάγος (ιερέας παλαιών ανατολικών χωρών).2. εκείνος που κατέχει τη μαγική τέχνη.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
Μᾶγος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μάγος — one of the priests and wise men in Persia masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μάγος — one of the priests and wise men in Persia masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μάγος — Στην αρχαιότητα, το μέλος μιας μηδικής φυλής με βαθιά γνώση της θρησκείας, που επιδιδόταν σε αστρολογικές και μαντικές τεχνικές και χαρακτηριζόταν για τις επιστημονικές του γνώσεις· επίσης, ο ιερέας και σοφός των αρχαίων Περσών που ασχολείτο με… … Dictionary of Greek
μάγος — ο θηλ. ισσα 1. αυτός που ασχολείται με τις απόκρυφες τέχνες, τη μαγεία: Στο θέαμα που είδαμε συμμετείχαν μάγοι και ταχυδακτυλουργοί. 2. αυτός που ξεγελά τους άλλους, απατεώνας, αγύρτης: Της είπαν κάτι μάγοι ότι θα τη βοηθήσουν και τους έδωσε ένα… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Σίμων ο Μάγος — Σύγχρονος του Ιησού (1ος αι. μ.Χ.), από τη Σαμάρεια ή την Κύπρο, μάγος και αιρετικός του χριστιανισμού. Παρακολουθώντας το κήρυγμα του Φίλιππου στη Σαμάρεια, ο Σ. πείστηκε ότι ο χριστιανισμός ήταν ισχυρότερος από τη μαγική δύναμη και βαφτίστηκε… … Dictionary of Greek
Μάγοιο — Μάγος one of the priests and wise men in Persia masc gen sg (epic) Μά̱γοιο , Μᾶγος masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μάγοις — Μάγος one of the priests and wise men in Persia masc dat pl Μά̱γοις , Μᾶγος masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μάγοισι — Μάγος one of the priests and wise men in Persia masc dat pl (epic ionic aeolic) Μά̱γοισι , Μᾶγος masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μάγοισιν — Μάγος one of the priests and wise men in Persia masc dat pl (epic ionic aeolic) Μά̱γοισιν , Μᾶγος masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μάγους — Μάγος one of the priests and wise men in Persia masc acc pl Μά̱γους , Μᾶγος masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)