-
1 μύστρον
-
2 μύστρον
-
3 μυστρίον
-
4 μύαξ
-
5 βαρβός
-
6 μιστύλη
μιστύλη, ἡ, od. vielleicht richtiger μυστΐλη (vgl. μιστύλλω u. μύστρον), ein ausgehöhltes und statt des Löffels beim Essen von Suppe od. Brei gebrauchtes Stück Brot, Ar. Equ. 1164; vgl. Schol. u. VLL. Andere nehmen es für ein Stückchen Krume, mit dem man die Brühe austunkt, was mit der sonstigen Erkl. der Alten, z. B. Poll. 6, 87, ψωμὸς κοῖλος, nicht übereinstimmt, obwohl Schol. Ar. Equ. 824 neben der eben erwähnten Erkl. noch sagt: ἰδίως παρὰ τοῖς Ἀττικοῖς μύστιλλον ἐκάλουν τὸν ἄρτον τὸν τοῖς κυσὶ παραβαλλόμενον; Pherecrat. bei Ath. VI, 268 e sagt ποταμοὶ μὲν ἀϑάρης καὶ μέλανος ζωμοῦ πλέῳ διὰ τῶν στενωπῶν τονϑολυγοῦντες ἔῤῥεον αὐταῖσι μυστίλαισι; bei Sp. ist μυστίλη = Löffel.
См. также в других словарях:
μύστρον — μύστρον, τὸ (ΑΜ, Α και μύστρος, ὁ) κοχλιάριο, κουτάλι («ἑκάστῳ τῶν δειπνούντων δοθέντων μύστρων χρυσῶν», Ἀθήν.) μσν. μέτρο χωρητικότητας ίσο με δύο κοχλιάρια αρχ. 1. μυστίλη * 2. φρ. «μύστρου πλῆθος» πλήρες κοχλιάριο ως δόση φαρμάκου. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ … Dictionary of Greek
μύστρον — spoon neut nom/voc/acc sg μύστρος *Geom. masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μύστρα — μύστρον spoon neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μύστροις — μύστρον spoon neut dat pl μύστρος *Geom. masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μύστρου — μύστρον spoon neut gen sg μύστρος *Geom. masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μύστρων — μύστρον spoon neut gen pl μύστρος *Geom. masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μύστρῳ — μύστρον spoon neut dat sg μύστρος *Geom. masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυστρί — το (ΑΜ μυστρίον) [μύστρον] νεοελλ. εργαλείο με τριγωνικό χαλύβδινο έλασμα και λαβή με το οποίο οι οικοδόμοι και οι αμμοκονιαστές παίρνουν τον πηλό ή το κονίαμα και τό χρησιμοποιούν στην τοιχοδομία ή στην επίχριση μσν. μικρό σιδερένιο εργαλείο τών … Dictionary of Greek
μυστίλη — μυστίλη, ἡ (Α) τεμάχιο άρτου, κόρα ψωμιού, στο οποίο έδιναν σχήμα κουταλιού και με το οποίο έτρωγαν τους ζωμούς. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. μυστίλη, που είναι αρχαιότερος από τον τ. μύστρον, έχει επίθημα ίλη (πρβλ. ζωμ ίλη, στροβ ίλη) και φαίνεται ότι… … Dictionary of Greek
ПИЩА, СТОЛ — •Cibus, 1) у греков. Различие, существовавшее между отдельными гражданами, племенами и государствами, заметно также и в различной роскоши их стола. В то время как спартанцы в своих сисситиях имели в виду только удовлетворение телесной потребности … Реальный словарь классических древностей
Unidades de medida de la antigua Grecia — Este artículo o sección necesita ser wikificado con un formato acorde a las convenciones de estilo. Por favor, edítalo para que las cumpla. Mientras tanto, no elimines este aviso puesto el 22 de septiembre de 2011. También puedes ayudar… … Wikipedia Español