Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

βύσταξ

См. также в других словарях:

  • βύσταξ — masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βύστακας — βύσταξ masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μύσταξ — ο (Α μύσταξ και, σπαν. βύσταξ, ακος) 1. μουστάκι, το πυκνό τρίχωμα στο άνω χείλος τών ανδρών 2. αραιές τρίχες, νημάτια που φυτρώνουν στο πάνω χείλος ζώων, όπως τής γάτας, τής τίγρης, ή ψαριών, όπως τής τρίγλης, τού μπαρμπουνιού. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»