Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

μόχϑους

См. также в других словарях:

  • μόχθους — μόχθος toil masc acc pl μοχθόω weary imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κυφῆτες μόχθους ἂλλων κατέδονται. — См. Трутень …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • μοχθηρός — ή, ό (ΑΜ μοχθηρός, ά, θηλ. και ός όν, Α και μόχθηρος, ον) κακός, φαύλος, πανούργος, ανέντιμος, αχρείος νεοελλ. αυτός που αισθάνεται φθόνο για την ευτυχία τών άλλων, κακόβουλος, δόλιος, κακεντρεχής, φθονερός μσν. 1. αυτός που προκαλεί φόβο,… …   Dictionary of Greek

  • трутень — (иноск.) дармоед, лентяй (намек на трутней нерабочих пчел) Трутням праздник и по будням. Трутни горазды на плутни. Ср. Все же люди (этой партии) ловили рубли, кресты, чины, и в этом ловлении следили только за направлением флюгера царской милости… …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона

  • Трутень — (иноск.) дармоѣдъ, лѣнтяй (намекъ на трутней не рабочихъ пчелъ). Трутнямъ праздникъ и по буднямъ. Трутни горазды на плутни. Ср. Всѣ же люди (этой партіи) ловили рубли, кресты, чины, и въ этомъ ловленіи слѣдили только за направленіемъ флюгера… …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • ROTAE Molendinorum aquariae — quarum hodieque multus usus in Aquaem ulinis et ὑδραλέταις; memorantur Ael. lampridio, in Vita Heliogabali, c. 24. parasitos ad rotam aquariam ligabat et cum vertigine sub aquas mittebat, rursusque in summum revolvebat: eosque Ixionios amicos… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • άθλιος — α, ο (AM ἄθλιος, ιον και ιος, ία, ιον) 1. αξιολύπητος, ταλαίπωρος, δυστυχισμένος (με ή χωρίς ηθική σημ.) 2. αισχρός, ελεεινός, φαύλος αρχ. αυτός που γίνεται αίτιος δυστυχίας. [ΕΤΥΜΟΛ. ἄθλιος < ἀέθλιος, με συναίρεση < ἄεθλον + ιος αντίθετα… …   Dictionary of Greek

  • αείπονος — η, ο και ος, ο 1. ο γεμάτος κόπους και μόχθους 2. ο γεμάτος πόνους και λύπες («αείπονος ζωή»). [ΕΤΥΜΟΛ. < αεὶ + πόνος η λ. πλάστηκε από τον Άγγελο Βλάχο) …   Dictionary of Greek

  • αντλώ — (Α ἀντλῶ, έω) νεοελλ. παίρνω κάποιο υγρό με αντλία αρχ. 1. βγάζω το νερό από το εσωτερικό του πλοίου 2. παίρνω νερό από κάπου 3. παροιμ. «ἠθμῷ ἀντλεῑν» το να ματαιοπονεί κάποιος 4. μτφ. α) καταβάλλω κάθε δυνατή προσπάθεια, μετέρχομαι κάθε τρόπο ή …   Dictionary of Greek

  • γιγάντειος — και γιγάντιος, α, ο (AM γιγάντειος, α, ον) [γίγας] αυτός που μοιάζει στο μέγεθος ή στη δύναμη με γίγαντα ||νεοελλ. 1. υπεράνθρωπος 2. (για πράξεις ή πράγματα) αυτός που επιτελέστηκε ή συντελέστηκε με υπεράνθρωπους μόχθους …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»