Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

μόχθηρε

См. также в других словарях:

  • μοχθηρέ — μοχθηρός suffering hardship masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μόχθηρε — μοχθηρός suffering hardship masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μόχθηρ' — μόχθηρε , μοχθηρός suffering hardship masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μοχθηρός — ή, ό (ΑΜ μοχθηρός, ά, θηλ. και ός όν, Α και μόχθηρος, ον) κακός, φαύλος, πανούργος, ανέντιμος, αχρείος νεοελλ. αυτός που αισθάνεται φθόνο για την ευτυχία τών άλλων, κακόβουλος, δόλιος, κακεντρεχής, φθονερός μσν. 1. αυτός που προκαλεί φόβο,… …   Dictionary of Greek

  • πόνηρος — ήρη, ον, Α (για σώμα) αυτός που υποφέρει, που ταλαιπωρείται από κόπους και βάσανα, τυραννισμένος. επίρρ... πονήρως με πόνηρο τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. πόνηρος (< πονηρός) τονίστηκε από αρχαίους γραμματικούς στην προπαραλήγουσα, πόνηρε (πρβλ. και… …   Dictionary of Greek

  • μοχθήρ' — μοχθηρά , μοχθηρός suffering hardship neut nom/voc/acc pl μοχθηρά̱ , μοχθηρός suffering hardship fem nom/voc/acc dual μοχθηρά̱ , μοχθηρός suffering hardship fem nom/voc sg (attic doric aeolic) μοχθηρέ , μοχθηρός suffering hardship masc voc sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»