Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

μότα

См. также в других словарях:

  • μότα — μότα, τὰ (Α) 1. (κατά τον Διοσκ.) «σαρδιαναὶ βάλανοι» 2. πληθ. ουδ. τού μοτός. [ΕΤΥΜΟΛ. βλ. λ. μοτός] …   Dictionary of Greek

  • μότα — neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μότοις — μότα neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μότων — μότα neut gen pl μοτόω plug a wound with lint imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) μοτόω plug a wound with lint imperf ind act 1st sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μοτός — ο, και μοτόν, το (Α μοτός) είδος γάζας από νήματα λινού υφάσματος που τοποθετείται πάνω στις πληγές, αλλ. ξαντό αρχ. 1. (το ουδ. πληθ.) μότα (κατά τον Ησύχ.) «τὰ πληροῡντα τὴν κοίλην τῶν τραυμάτων ῥάκη» 2. αποχετευτικός σωλήνας. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης …   Dictionary of Greek

  • Αγκόλα — Κράτος της ΝΔ Αφρικής.Συνορεύει στα Β και ΒΑ με τη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό (πρώην Ζαϊρ), στα Α με τη Ζάμπια, στα Ν με τη Ναμίμπια, ενώ Δ βρέχεται από τον Ατλαντικό ωκεανό.Η Α. εκτείνεται στα νότια της λεκάνης του ποταμού Κονγκό στη ΝΔ Αφρική …   Dictionary of Greek

  • Σβέβο, Ίταλο — (Svevo, ψευδώνυμο του Ettore Schmitz). Ιταλός συγγραφέας (Τεργέστη 1861 Μότα ντι Λιβέντσα, Τρεβίζο 1928). Τραπεζικός υπάλληλος, έκδωσε το 1892 το πρώτο μυθιστόρημα του Μια ζωή ιστορία μιας νεαρής ύπαρξης, που την πνίγει η γκρίζα ατμόσφαιρα μιας… …   Dictionary of Greek

  • δαμόται — δᾱμόται , δημότης one of the people masc nom/voc pl (doric) δᾱμότᾱͅ , δημότης one of the people masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»