Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

μόρφωμα

См. также в других словарях:

  • μόρφωμα — form neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μόρφωμα — το (ΑΜ μόρφωμα) 1. μορφή, εικόνα, σχήμα νεοελλ. 1. δημιούργημα, σχηματισμός 2. βιολ. φαινότυπος που εμφανίζεται σε ένα είδος ως αντίδραση σε ασυνήθιστο ή τεχνητό περιβάλλον μσν. απεικόνιση μορφής, κυρίως αγίων. [ΕΤΥΜΟΛ. < μορφώνω ή < μορφή… …   Dictionary of Greek

  • μορφωμάτων — μόρφωμα form neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μορφώμασι — μόρφωμα form neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μορφώμασιν — μόρφωμα form neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μορφώματα — μόρφωμα form neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μορφώματι — μόρφωμα form neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μορφώματος — μόρφωμα form neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μορφώματ' — μορφώματα , μόρφωμα form neut nom/voc/acc pl μορφώματι , μόρφωμα form neut dat sg μορφώματε , μόρφωμα form neut nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… …   Dictionary of Greek

  • οπισθοπεριτοναϊκός — ή, ό (ανατ. ιατρ.) (για σχηματισμό ή μόρφωμα ή σύμπτωμα) αυτός που βρίσκεται ή εμφανίζεται πίσω από την κοιλότητα τού περιτοναίου …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»