Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

μόρσῐμος

См. также в других словарях:

  • Μόρσιμος — appointed by fate masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μόρσιμος — appointed by fate masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μόρσιμος — η, ο (Α μόρσιμος και μόριμος, ον) 1. αυτός που είναι προορισμένος, προαποφασισμένος από τη μοίρα, πεπρωμένος, μοιραίος («σοὶ μὲν γαμεῑσθαι μόρσιμον, γαμεῑν δ ἐμοί», Αισχύλ.) 2. φρ. «μόρσιμον ἦμαρ» η ημέρα τού θανάτου, τού ολέθρου, τής καταστροφής …   Dictionary of Greek

  • μόρσιμον — μόρσιμος appointed by fate masc/fem acc sg μόρσιμος appointed by fate neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μορσίμοις — Μόρσιμος appointed by fate masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μορσίμοις — μόρσιμος appointed by fate masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μορσίμου — Μόρσιμος appointed by fate masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μορσίμου — μόρσιμος appointed by fate masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μορσίμους — Μόρσιμος appointed by fate masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μορσίμους — μόρσιμος appointed by fate masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μορσίμων — Μόρσιμος appointed by fate masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»