-
1 μόνιμα
μόνιμοςstaying in one's place: neut nom /voc /acc plμόνιμοςstaying in one's place: neut nom /voc /acc pl -
2 μόνιμα
permanentlyΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > μόνιμα
-
3 πλωτος
1) плавучий(νῆσος Her.)
2) (водо)плавающий, водяной(ἰχθύων γένος Soph.; ζῷα Arst.)
πλωταὴ ἄγραι Anth. — рыбная ловля3) ( о водяных животных) совершающий миграции(τὰ πλωτὰ καὴ τὰ μόνιμα Arst.)
4) удобный для плавания, судоходный(θαλασσα Her.; ποταμός Arst., Polyb.)
5) благоприятный для плавания(καιρός Polyb.)
-
4 οχυρό(ν)
το воен.1) укрепление; крепость, форт; неприступное место; 2) фортификационное сооружение; оборонительное сооружение;επάκτια οχυρά — береговые укрепления;
μόνιμα οχυρά — долговременные оборонительные сооружения;
κατασκευάζω οχυρά — возводить укрепления
-
5 οχυρό(ν)
το воен.1) укрепление; крепость, форт; неприступное место; 2) фортификационное сооружение; оборонительное сооружение;επάκτια οχυρά — береговые укрепления;
μόνιμα οχυρά — долговременные оборонительные сооружения;
κατασκευάζω οχυρά — возводить укрепления
-
6 μεταβλητικός
μετα-βλητικός ([dialect] Dor. [suff] μετα-βλᾱτικός [Philol.] 21, prob. in Hippod. ap. Stob.4.1.94), ή, όν,A for or in the way of exchange,ἡ [χρῆσις] ἡ μ. Arist.Pol. 1257a9
: ἡ -κή (sc. τέχνη) exchange, barter, Pl.Sph. 223d, Arist.Pol. 1258b21: τὸ -κόν (sc. γένος) Pl.Sph. 224d. Adv. -κῶς Poll.4.51
.2 subject to change, Thphr.CP6.10.2;εἰς τἀναντία Arist.GC 319a20
; of animals, mobile, opp. μόνιμα, Id.HA 487b6, cf. GA 715a26.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μεταβλητικός
-
7 πλωός
πλω-ός, ή, όν, also ός, όν AP5.203 (Mel.):—epith. of the island of Aeolus, Od.10.3, i.e. (as expld. by Aristarch. ap. Eust.)A floating; νῆσος π. floating island, Hdt.2.156; [τὴν γῆν] εἰπεῖν Θαλῆν.. πλωτὴν εἶναι.. ὥσπερ ξύλον Arist.Cael. 294a30
; π. ἀπήναισι χαλκεμβόλοις floating wains, i.e. ships, Trag.Adesp.142 (= Lyr.Adesp.117); of fish, swimming,ἰχθύων π. γένος S.Fr. 941.9
;π. θῆρες Arion 1
;πλωτοί AP6.14
(Antip. Sid.), 23,296 (Leon.); πλωταὶ ἄγραι fishing, ib. 180 (Arch.); π. ἐγχέλεις, so called because they float on the surface, Ath.1.4c; muraenae, Colum.8.17.8 (prob.); but π. ζῷα water-animals generally, Hp.Flat.3; opp. πεζά, πτηνά, Arist. HA 488a1, cf. Pol. 1258b19; τὰ π., of migratory fishes, opp. τὰ μόνιμα, Id.HA 621b3, cf. 607b26; also of water-birds, ib. 504a7, PA 694a7; οἱ π. τῶν ὀρνίθων ib.b2.II navigable,ἐς θάλασσαν οὐκέτι πλωτὴν ὑπὸ βραχέων Hdt.2.102
; , Plb.10.48.1; to be passed over in ships, opp. πορευτός, Id.1.42.2, etc.;π. οἶμος Lyc.889
; μήτε γῆν καρπὸν φέρειν μήτε θάλασσαν πλωτὴν εἶναι, formula in curses, IG3.1417, al., cf. BMus.Inscr.918 (Halic., ii/iii A. D.).
См. также в других словарях:
μόνιμα — όχι προσωρινά, για μεγάλο διάστημα ή για πάντα: Δουλεύει μόνιμα στο υπουργείο Εξωτερικών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μόνιμα — μόνιμος staying in one s place neut nom/voc/acc pl μόνιμος staying in one s place neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αφγανιστάν — Κράτος της νοτιοκεντρικής Ασίας.Συνορεύει στα Β με το Τουρκμενιστάν (ΒΔ), το Ουζμπεκιστάν, το Τατζικιστάν (ΒΑ) και την Κίνα (ΒΑ), στα Α και Ν με το Πακιστάν και στα Δ με το Ιράν.Το Α. βρίσκεται στο κέντρο της αχανούς νότιας Ασίας, ανάμεσα σε μια… … Dictionary of Greek
Μαρόκο — Κράτος της βορείου Αφρικής. Συνορεύει στα Δ με την Αλγερία και στα Ν με τη Δυτική Σαχάρα. Βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Δ από τον Ατλαντικό ωκεανό.Το Μ. έχει χερσαία σύνορα μήκους 2.017 χλμ. που τη χωρίζουν από την Αλγερία (1.559 … Dictionary of Greek
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… … Dictionary of Greek
Νίγηρ — Κράτος της δυτικής Αφρικής. Συνορεύει Β με την Aλγερία και με τη Λιβύη, Δ με το Mάλι και με την Mπουρκίνα Φάσο, Ν με το Μπενίν και με τη Νιγηρία, Α με το Tσαντ.Tυπικό παράδειγμα χώρας που έχει δημιουργηθεί τεχνητά από τον αποικιακό διαμελισμό, η… … Dictionary of Greek
ενδημικός — ή, ό (Α ἐνδημικός, ή, όν) νεοελλ. 1. (για φυτά και ζώα) αυτός που έχει γεωγραφική εξάπλωση μόνο σε ορισμένες περιοχές τής γης 2. αυτός που επιχωριάζει, που παραμένει ή διαρκεί επί πολύ ή μόνιμα σε έναν τόπο 3. φρ. «ενδημική νόσος» νόσος η οποία… … Dictionary of Greek
κατοίκια — Κάθε φυσικό καταφύγιο ή τεχνητό κτίσμα, όπου διαμένει ο άνθρωπος μόνιμα ή προσωρινά. Οι τύποι κ. διαφέρουν ανάλογα με τη γεωγραφική περιοχή και τις ιστορικές περιόδους και εξαρτώνται από πολυάριθμους παράγοντες, σπουδαιότεροι από τους οποίους… … Dictionary of Greek
κατοικία — Κάθε φυσικό καταφύγιο ή τεχνητό κτίσμα, όπου διαμένει ο άνθρωπος μόνιμα ή προσωρινά. Οι τύποι κ. διαφέρουν ανάλογα με τη γεωγραφική περιοχή και τις ιστορικές περιόδους και εξαρτώνται από πολυάριθμους παράγοντες, σπουδαιότεροι από τους οποίους… … Dictionary of Greek