-
1 μουσικός
A musical,ἀγῶνες μ. καὶ γυμνικοί Ar.Pl. 1163
, cf. Th.3.104;χοροί τε καὶ ἀγῶνες μ. Pl.Lg. 828c
; τὰ μουσικά music, X.Cyr.1.6.38, Sammelb. 6319.54 (Ptol.), SIG578.18 (Teos, ii B. C.). Adv. -κῶς Pl.Alc.1.108d
, etc.; cf. foreg.II of persons, skilled in music, musical, X.l.c., etc.;ποιητικοὶ καὶ μ. ἄνδρες Pl.Lg. 802b
;κύκνος καὶ ἄλλα ζῷα μ. Id.R. 620a
;περὶ αὐλοὺς -ώτατοι Ath.4.176e
; lyric poet, opp. epic, Pl.Phdr. 243a (but opp. μελοποιός, Phld.Mus.p.96 K.); μ., οἱ, professional musicians, OGI383.162 (Commagene, i B. C.), PFlor.74.6 (ii A. D.); (Delos, ii B. C.).2 generally, votary of the Muses, man of letters and accomplishments, scholar, opp. ἀμαθής, Ar.Eq. 191;ἀνὴρ σοφὸς καὶ μ. Id.V. 1244
;ἀνδρὸς φιλοσόφου ἢ φιλοκάλου ἢ μ. Pl.Phdr. 248d
, al.; πόλις -ωτάτη most full of liberal arts, Isoc.Ep.8.4;ἡ τῶν νέων οὐσία μουσικωτάτη Pl.Lg. 729a
: c. inf., παρ' ὄχλῳ -ώτεροι λέγειν more accomplished in speaking before a mob, E.Hipp. 989.III of things, elegant, delicate,βρώματα Diox.1
;ἥδιον οὐδέν, οὐδὲ -ώτερον Philem.23
; harmonious, fitting,τροφὴ μέση καὶ μ., τὸν Δώριον τρόπον τῆς τύχης ὡς ἀληθῶς ἡρμοσμένη Dam.Isid.50
. Adv. - κῶς harmoniously, suitably,οἱ λόγοι οὐ πάνυ μ. λέγονται Pl.Prt. 333a
;μ. ἐρᾶν Id.R. 403a
;ὀρθῶς καὶ μ. Id.Lg. 816b
;εὐρύθμως καὶ μ. εἰπεῖν Isoc.13.16
; μ. ἅλας δοῦναι, ὄψον σκευάσαι, Euphro 11.10, Nicom.Com.1.9: [comp] Comp. - ωτέρως, λέγειν Arist.Rh. 1395b29
: [comp] Sup. - ώτατα Ar.Ra. 873.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μουσικός
См. также в других словарях:
μουσικός — ή, ό, θηλ. και ος μόνο ως ουσ. (ΑΜ μουσικός, ή, όν, Α δωρ. τ. μωσικός, ά, όν) [μούσα (Ι)] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μουσική τέχνη (α. «μουσική σύνθεση» β. «θέατρα ποιητῶν καὶ κύκλιοι χοροὶ καὶ μουσικὰ ἀκούσματα», Πλάτ.) 2. αυτός που… … Dictionary of Greek