-
1 μωκάομαι
A mimic, and so, ridicule, Ael.NA1.29, Alciphr. 1.33, 3.27: abs., μωκώμενος in jest, opp. πεποιθώς, Epicur.Ep.3p.62U., cf. Phld.Vit.p.38 J.;μωκωμένη διάλεκτος Agatharch.21
; προσφορὰ μεμωκημένη (v.l. μεμωμ- ) offering made in mockery, LXX Si.31 (34).18:—[voice] Pass., ib.Je.28(51).18.—[voice] Act. only in Cyr. (Said to be formed from the sound made by a camel,κάμηλος μωκᾶται Anon.
de voc.animal. in Stud.Ital.1.93; = mugio, Gloss.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μωκάομαι
См. также в других словарях:
μωκώμαι — μωκῶμαι, άομαι (ΑΜ) χλευάζω, περιπαίζω κάποιον κάνοντας μιμητικούς μορφασμούς («καὶ τὸ μὲν πρῶτον κιχλύζουσα μετ ἐκείνης καὶ μωκωμένη, τὴν δυσμένειαν ἐνεδείκνυτο», Αλκίφρ.) αρχ. 1. (για την καμήλα) μυκώμαι 2. (η μτχ. αρσ. ενεστ.) μωκώμενος… … Dictionary of Greek