Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

μυῶνες

  • 1 μυώνες

    μῡῶνες, μυών
    cluster of muscles: masc nom /voc pl

    Morphologia Graeca > μυώνες

  • 2 μυῶνες

    μῡῶνες, μυών
    cluster of muscles: masc nom /voc pl

    Morphologia Graeca > μυῶνες

  • 3 гортанный

    έπ.
    1. λαρυγγικός•

    -ые мышцы οι λαρυγγικοί μυώνες.

    2. (γλωσ.) λαρυγγόφωνος•

    -ые согласные λαρυγγόφωνα σύμφωνα•

    гортанный говор λαρυγγική ομιλία.

    Большой русско-греческий словарь > гортанный

  • 4 губной

    επ.
    χειλικός, των χειλέων•

    губной ые мышцы μυώνες των χειλέων•

    -ая помада πομάδα των χειλέων•

    -ая краска κραγιόνι των χειλέων, κοκκινάδι.

    || χειλόφωνος•

    -ые согласные χειλόφωνα σύμφωνα.

    Большой русско-греческий словарь > губной

  • 5 жевательный

    επ.
    μασητικός•

    -ые мышцы μασητικοί μυώνες•

    -ые движения μασητικές κινήσεις•

    жевательный табак καπνός για μάσημα•

    -ая резина μαστίχα για μάσημα.

    Большой русско-греческий словарь > жевательный

  • 6 ладонный

    επ.
    παλαμικός•

    -ые мускулы παλαμικοί μυώνες.

    Большой русско-греческий словарь > ладонный

  • 7 лицевой

    επ.
    προσωπικός, του προσώπου•

    лицевой нерв το νεύρο του προσώπου•

    -ые мышцы μυώνες προσώπου.

    || μπροστινός, εμπρόσθιος, εξωτερικός, της πρόσοψης•

    -ая сторона материи η όρθα του υφάσματος, καλή μεριά•

    -ая сторона дома η πρόσοψη του σπιτιού•

    -ая сторона рукописи η μπροστινή σελίδα χειρογράφου.

    || μτφ. φαινομενικός, εξωτερικός.
    εκφρ.
    лицевой счёт – προσωπικός λογαριασμός.

    Большой русско-греческий словарь > лицевой

  • 8 надбрюшный

    επ.
    κοιλιακός•

    -ые мышцы κοιλιακοί μυώνες.

    Большой русско-греческий словарь > надбрюшный

  • 9 напрячь

    -ягу, -яжшь, -ягут, παρλθ. χρ. напряг, -ла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. напрягший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. напряженный, βρ: -жн, -жена, -жено, επιρ. μτχ. -яши ρ.σ.μ.
    1. εντείνω, τεντώνω•

    напрячь мускул τεντώνω τους μυώνες•

    ветер -яг паруса ο άνεμος φούσκωσε τα πανιά.

    2. μτφ. ενδυναμώνω•

    напрячь слух τεντώνω το αυτί, εντείνω την ακοή•

    напрячь голос δυναμώνω τη φωνή•

    напрячь внимание εντείνω την προσοχή.

    1. εντείνομαι, τεντώνομαι.
    2. μτφ. βάζω, καταβάλλω όλες τις δυνάμεις.
    3. μτφ. δυναμώνω.
    4. βγαίνω από τα φυσικά όρια προσποιούμαι•

    лицо -глось το πρόσωπο πήρε προσποιητή όψη.

    Большой русско-греческий словарь > напрячь

  • 10 натужить

    -яу, -жишь
    ρ.σ.μ. εντείνω τεντώνω•

    натужить мускулы τεντώνω τους μυώνες.,

    εντείνομαι, τεντώνομαι•

    он -лся и поднял αυτός τεντώθηκε και σήκωσε.

    Большой русско-греческий словарь > натужить

  • 11 ножной

    επ.
    ποδικός, του ποδιού του ποδαριού•

    -ые мускулы οι μυώνες των ποδιών•

    -ая ванна ποδόλουτρο•

    -ая швиная машина ποδοκίνητη ραφτομηχανή ή του ποδαριού•

    -ые кандалы οι ποδοπέδες.

    Большой русско-греческий словарь > ножной

  • 12 подреберный

    επ.
    υποπλεύριος•

    -ые мышцы υ-ποπλεύριοι μυώνες•

    -ая плева υμένας πλευρικός ορώδης, υπεζωκώς.

    Большой русско-греческий словарь > подреберный

  • 13 пресс

    α.
    1. (τεχ.) πιεστήριο.
    2. χαρτο-στάτης.
    3. μτφ. το βάρος•

    налоговой пресс το βάρος των φόρων.

    εκφρ.
    брюшной пресс – κοιλιακοί μυώνες•
    положить под пресс – βάζω στο πιεστήριο (σε συνθήκες δύσκολες).

    Большой русско-греческий словарь > пресс

  • 14 ручной

    επ.
    1. του χεριού•

    -ые часы ωρολόγι του χεριού•

    -ые пальцы τα δάχτυλα του χεριού•

    -ые кандалы οι χειροπέδες•

    -ые мышцы μυώνες των χεριών.

    2. χειροκίνητος•

    -ая телега χειράμαξα•

    -ая швейная машина ραφτο-μηχανή του χεριού•

    ручной тормоз το χειρόφρενο•

    -ая мельница ο χερόμυλος.

    3. χειροποίητος--ая работа χειροποίητη εργασία, δουλειά του χεριού•

    -ая вышивка κέντημα του χεριού.

    4. υποχείριος, εξημερωμένος (για ζώα).
    εκφρ.
    - ая продажа – α) πώληση φαρμάκων χωρίς συνταγή, β) πώληση πραγμάτων στο χέρι.

    Большой русско-греческий словарь > ручной

  • 15 упражнять

    ρ.δ.μ. ασκώ, εξασκώ, γυμνάζω, εκγυμνάζω•

    упражнять пальцы для игры на рояле εξασκώ τα δάχτυλα για να παίζουν στο πιάνο•

    упражнять память καλλιεργώ τη μνήμη•

    упражнять мускулы εξασκώ (γυμνάζω) τους μυώνες.

    ασκούμαι, εξασκούμαι• γυμνάζομαι, εκγυμνάζομαι. || ασχολούμαι-
    επιδίδομαι•

    упражнять в науках ασχολούμαι με τις επιστήμες.

    Большой русско-греческий словарь > упражнять

  • 16 шейный

    επ.
    του τράχηλου•

    -ые мышцы οι μυώνες του τράχηλου•

    шейный шщток μαντήλι του λαιμού.

    Большой русско-греческий словарь > шейный

  • 17 ягодичный

    επ.
    του γλουτού•

    -ые мышцы οι γλουταίοι μυώνες.

    Большой русско-греческий словарь > ягодичный

  • 18 язычный

    επ.
    γλωσσικός, της γλώσσας (σαν όργανο του στόματος)•

    -ые мышцы οι μυώνες της γλώσσας.

    βλ. язычковый.

    Большой русско-греческий словарь > язычный

См. также в других словарях:

  • μυῶνες — μῡῶνες , μυών cluster of muscles masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • NAVIS — I. NAVIS cuius inventum suerit, diximus supra. Longam primus Iason exstruxisse dicitur, circa Pelium montem, et magnitudine et reliquô apparatu consuetum eô tempore modum excedentem, quod illius aetatis homines ratibus fere et parvis acatiis vehi …   Hofmann J. Lexicon universale

  • άμυος — ἄμυος, ον (Α) [μῡς] αυτός που δεν έχει μυώνες, ή που έχει αδύνατους, λεπτούς μυς (αντίθετα μυώδης) …   Dictionary of Greek

  • αλώπηξ — (Αστρον.). Αστερισμός που αποτελείται από πολλούς αμυδρούς αστέρες. Ο αστερισμός αυτός βρίσκεται ανάμεσα στους αστερισμούς Βέλος και Κύκνος. Από τους αστέρες του ο 8ος, που βρίσκεται στα νότια του Β του Κύκνου, είναι διπλός και αποτελείται από… …   Dictionary of Greek

  • επίτονος — η, ο (Α ἐπίτονος, ον) [επιτείνω] 1. το αρσ. ως ουσ. ο επίτονος α) το σχοινί τής αντένας πλοίου β) καθένα από τα ισχυρά σχοινιά με τα οποία αγκυρώνονται οι στήλες και τα επιστήλια τών ιστών πάνω στα πλευρά και στην πρύμνη τού πλοίου, τα ξάρτια αρχ …   Dictionary of Greek

  • μυώδης — ες (Α μυώδης, ῶδες) [μυς] αυτός που έχει ανεπτυγμένους μυς, που είναι γεμάτος με μυώνες, ρωμαλέος νεοελλ. σχετικός με τους μυς αρχ. 1. όμοιος με το ποντίκι 2. αυτός που ταιριάζει σε ποντικό ή είναι χαρακτηριστικό γνώρισμα τού ποντικού («τὸ δ… …   Dictionary of Greek

  • μυώνας — ο (Α μυών) το μέρος τού σώματος όπου υπάρχουν ή συσπώνται πολλοί μύες, σύνδεσμος πολλών μυών, σαρκώδες μέρος τού σώματος (α. «όλοι οι μυώνες τού προσώπου τού ακροατού εκινήθησαν», Παπαδ. β. «ὁ δέ οἱ περὶ νεῡρα τανυσθεὶς μυὼν ἐξ ὑπάτοιο βραχίονος… …   Dictionary of Greek

  • νευρομήτραι — νευρομῆτραι, αἱ (Α) οι μυώνες τής οσφύος οι οποίοι φθάνουν μέχρι τα νεφρά, αλλ. ψόαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεῦρον + μήτρα] …   Dictionary of Greek

  • ολοοίτροχος — ὀλοοίτροχος και ὀλοίτροχος και ὁλοίτροχος, ὁ (Α) 1. στρογγυλός και κυλινδρικός ογκώδης λίθος σαν αυτούς που οι πολιορκούμενοι κυλούσαν κατά τών πολιορκητών («προσιόντων τῶν βαρβάρων πρὸς τὰς πύλας ὀλοιτρόχους ἀπίεσαν», Ηρόδ.) 2. ως επίθ.… …   Dictionary of Greek

  • πραϋτένων — οντος, ὁ, και ιων. τ. πρηϋτένων, Α (για ζώο) αυτός που έχει ήμερο ή εξημερωμένο τράχηλο, δαμασμένος («πραϋτένων ταῡρος», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πραΰς / πρηΰς, αθέμαχη μορφή τού πρᾶος + τένων «οι ισχυροί μυώνες τοὺ αυχένα»] …   Dictionary of Greek

  • προσάρτηση — η / προσάρτησις, ήσεως, ΝΑ, ιων. τ. γεν. ήσιος, Α [προσαρτῶ] προσκόλληση, προσθήκη νεοελλ. η μονομερής πράξη ενός κράτους να υπαγάγει στην εδαφική του κυριαρχία εδάφη που διατελούσαν υπό καθεστώς ανεξαρτησίας, που δεν υπάγονταν στην κυριαρχία… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»