-
1 μυστρίον
-
2 μυστρίον
μυστρίον, τό, Löffelchen
См. также в других словарях:
μυστρίον — μυστρίον, τὸ (Α) βλ. μυστρί … Dictionary of Greek
μυστρίον — *Geom. neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυστρία — μυστρίον *Geom. neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυστρίοις — μυστρίον *Geom. neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυστρί — το (ΑΜ μυστρίον) [μύστρον] νεοελλ. εργαλείο με τριγωνικό χαλύβδινο έλασμα και λαβή με το οποίο οι οικοδόμοι και οι αμμοκονιαστές παίρνουν τον πηλό ή το κονίαμα και τό χρησιμοποιούν στην τοιχοδομία ή στην επίχριση μσν. μικρό σιδερένιο εργαλείο τών … Dictionary of Greek
μυστριοπώλης — μυστριοπώλης, ὁ (Α) πωλητής μικρών μύστρων, δηλαδή κουταλιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυστρίον + πώλης (< πωλώ)] … Dictionary of Greek