-
1 μυστήριο
μυστήριο τοтаинство – священное действие, через которое тайным образом на человека действует благодать или спасительная сила Божия. В Православной Церкви семь богоучрежденных таинствЭтим.< дргр. μυστήριον < μύστης < μύω «закрывать глаза, уста»* -
2 μυστήριο(ν)
τό1) церк, таинство, обряд;μυστήριο(ν) της βαπτίσεως — обряд крещения;
μυστήριο(ν) του γάμου — свадебный обряд;
άχραντα μυστήρια — святые дары;
2) тайна, секрет;μυστήριο(ν) (πράμα) — необъяснимое, таинственное дело;
3) мистерия;4) благодеяние, милость; доброе дело;κάνε ένα μυστήριο(ν) γι' αυτή την ορφανή — помоги этой сироте
-
3 μυστήριο(ν)
τό1) церк, таинство, обряд;μυστήριο(ν) της βαπτίσεως — обряд крещения;
μυστήριο(ν) του γάμου — свадебный обряд;
άχραντα μυστήρια — святые дары;
2) тайна, секрет;μυστήριο(ν) (πράμα) — необъяснимое, таинственное дело;
3) мистерия;4) благодеяние, милость; доброе дело;κάνε ένα μυστήριο(ν) γι' αυτή την ορφανή — помоги этой сироте
-
4 μυστήριο
[мистирио] ουσ ο тайна, таинство. -
5 Η ανθρώπινη ψυχή είναι μυστήριο
– Ανθρωπο βλέπεις, ψυχή δε βλέπεις• Чужая душа потемкиИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Η ανθρώπινη ψυχή είναι μυστήριο
-
6 αδιαπέραστος
η, ο [ος, ον ]1) непроходимый (о реке, лесе); непроезжий; 2) непробиваемый (о броне); 3) прям., перен. непроницаемый;αδιαπέραστοςο σκοτάδι — непроглядная тьма;
αδιαπέραστος μυστήριο — непроницаемая тайна
-
7 βαθύς
(ε)ιά, ύ [εία, ύ ]1) в разн. знач глубокий;βαθειά πληγή — глубокая рана;
βαθύ φθινόπωρο — глубокая осень;
βαθύ γήρας — или βαθιά γεράματα — глубокая старость;
βαθιά μετόπισθεν — глубокий тыл;
βαθύς ύπνος — глубокий сон;
βαθειά σιγή — глубокое молчание;
βαθύ μυστήριο — глубокая тайна;
βαθύ πένθος — глубокий траур;
βαθιά συγκίνηση (λύπη) — глубокое волнение (горе);
βαθ(ε)ιές γνώσεις — глубокие знания;
βαθ(ε)ιά σκέψη — глубокая мысль;
βαθό μυαλό — глубокий ум;
απλώνω βαθιές ρίζες прям., перен. — пускать глубокие корни;
στα βαθιά — на большой глубине;
2) удобный, мягкий (о мебели);3) тёмный (о цвете) -
8 Ανθρωπο βλέπεις, ψυχή δε βλέπεις
– Ανθρωπο βλέπεις, ψυχή δε βλέπεις• Чужая душа потемкиИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Ανθρωπο βλέπεις, ψυχή δε βλέπεις
См. также в других словарях:
μυστήριο — Θρησκευτικό δραματικό είδος που άνθησε κατά τον Μεσαίωνα και προέρχεται από το λειτουργικό δράμα, από το οποίο διαφέρει τόσο κατά τον τόπο όπου παιζόταν όχι πια το εσωτερικό της εκκλησίας, αλλά το προαύλιό της και αργότερα μια πλατεία ή δρόμος… … Dictionary of Greek
μυστήριο — το 1. μυστική λατρεία ή συμβολική τελετουργία: Ορφικά μυστήρια. 2. (εκκλησ.), μία από τις εφτά τελετές που μεταδίνει με μυστηριώδη τρόπο στους χριστιανούς τη θεία χάρη: Το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας. 3. ό,τι είναι μυστικό και παραμένει… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εξομολόγηση — Θρησκευτική πράξη, που σκοπεύει στην εξάλειψη της αμαρτίας ή του σφάλματος. Συναντάται σε τελείως διαφορετικές εποχές (αρχαίους, σύγχρονους και πρωτόγονους πολιτισμούς) και με τις πιο ποικίλες μορφές. Η ε. μπορεί να τελεστεί δημόσια είτε ιδιωτικά … Dictionary of Greek
γάμος — Θεσμός που αποβλέπει στη ρύθμιση των σχέσεων των δύο φύλων στα πλαίσια μιας κοινής συμβίωσης και στον καθορισμό της νομικο κοινωνικής θέσης των παιδιών που θα γεννηθούν με βάση τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των γεννητόρων (υπηκοότητα, εθνικότητα,… … Dictionary of Greek
ευχέλαιο — Χριστιανικό μυστήριο, στο οποίο ο ιερέας αλείφει με λάδι τους ασθενείς και επικαλείται τη θεία χάρη για τη θεραπεία των σωματικών ή ψυχικών ασθενειών τους. Η Δυτ. Καθολική Εκκλησία, από τον 12o αι., δίνει το ε. μόνο στους ετοιμοθάνατους. Οι… … Dictionary of Greek
μετάνοια — Πράξη με τη βοήθεια της οποίας αποκαθίστανται στις διάφορες θρησκείες οι σχέσεις μεταξύ θεότητας και ανθρώπου, οι οποίες διαταράχτηκαν στα πλαίσια κάποιας αμαρτίας. Τόσο στην Ορθόδοξη όσο και στη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, η μ. αποτελεί ένα από τα… … Dictionary of Greek
χρίσμα — Το άλειμμα των πιστών με το άγιο μύρο. Στην Aνατ. Ορθόδοξη Εκκλησία το χ. ήταν από παλιά συνδεδεμένο με το μυστήριο του βαπτίσματος και αποτελούσε συμπλήρωμα και επιστέγασμά του. Μετά το βάπτισμα ο ιερέας χρίει το νήπιο που βαπτίζει στα μάτια,… … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
Cyril of Alexandria — Saint Cyril of Alexandria St Cyril I, the 24th Pope of Alexandria The Pillar of Faith; Bishop, Confessor and Doctor of the Church Born c. 376 Died … Wikipedia
Сабанис, Йоргос — Йоргос Сабанис Имя при рождении греч. Γιώργος Σαμπάνης Дата рождения 1983 год(1983) … Википедия
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek