Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

μυρρ-

См. также в других словарях:

  • μυρσινίτης — ο (Α, αττ. τ. μυρρινίτης) 1. (για οίνο) αυτός που είναι παρασκευασμένος με μυρσίνη 2. φυτό ποώδες, πολυετές, αλλ. ευφόρβιον ο μυρσινίτης 3. είδος πολύτιμου λίθου. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύρσινος / μύρρινος + κατάλ. ίτης (πρβλ. μυρρ ίτης)] …   Dictionary of Greek

  • μυρτίς — Τραγουδίστρια και λυρική ποιήτρια από την Ανθηδώνα της αρχαίας Βοιωτίας. Λέγεται ότι δίδαξε την τέχνη της στην Κόριννα και στον Πίνδαρο. * * * μυρτίς, ἡ (ΑΜ) ο καρπός τής μύρτου, το μύρτο 2. μυρτίδανον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύρτος + κατάλ. ίς (πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • σμύρνα — Αγκαθωτό μικρό δέντρο της οικογένειας των Βουρσεριδών. Η επιστημονική ονομασία του είναι κομμιοφόρος η αβησσυνιακή. Η σ. είναι ιθαγενές φυτό της Νότιας Αραβίας. Το ύψος της φτάνει τα 3 ως τα 5 μ., τα φύλλα της είναι φτερωτά και ο κορμός της έχει… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»