-
1 τύφω
Aθῦψαι Hsch.
, Suid. s.v. ἀτυφία: [tense] pf. τέθῠφα dub. cj.in Crobyl.4 ( τέθαιφε cod.A Ath.), Plb.5.42.3 ([etym.] ὑπο-): —[voice] Pass., Arist.Mete. 362a7, Call.Del. 141, etc.: [tense] fut. τῠφήσομαι ([etym.] ἐκ-) Men.505: [tense] aor. ἐτύφην ([etym.] ἐπ-) Ar.Lys. 221: [tense] pf. τέθυμμαι ([etym.] ἐπι-) Pl.Phdr. 230a:—raise a smoke, D.37.36: c. acc. cogn., τύφειν καπνόν Hdt.l.c.: abs., smoke,ἐπὶ σποδῷ μυδῶσα κηκὶς μηρίων ἐτήκετο κἄτυφε κἀνέπτυε S.Ant. 1009
.II trans., smoke, τῦφε πολλῷ τῷ καπνῷ (sc. τοὺς σφῆκας) Ar.V. 457 (troch.), cf. 1079 (troch.):—[voice] Pass., [μέλισσαι] καπνῷ τυφόμεναι A.R.2.134
; τυφόμεθα (v.l. -ούμεθα)ὑπὸ τοῦ καπνοῦ Jul.Caes. 310d
.2 consume in smoke, burn slowly,τυφέτω, καιέτω τὸν Αἴτνας μηλονόμον E.Cyc. 659
(lyr.);τ. τὸν χόρτον D.S.3.29
(as v.l. for πυροῦσι): metaph., Crobyl. l.c.:—[voice] Pass., smoke, smoulder,τύφεται Ἴλιον E.Tr. 145
(lyr.), cf. Ba.8; [χθὼν] καπνῷ κατερείπεται τυφομένα Id.Hec. 478
(lyr.);τυφέσθω Κύκλωψ Id.Cyc. 655
; λίνον τυφόμενον smouldering flax, Ev.Matt.12.20 ( = λ. καπνιζόμενον LXX Is.42.3): metaph., τυφόμενος πόλεμος smouldering, but not yet broken out, Plu.Sull.6; also of the fire of love,πόθοις τυφόμενον γλυκὺ πῦρ AP12.63
(Mel.), cf. 92 (Id.), 5.123 (Phld.), 130 (Id.), 11.41 (Id.).
См. также в других словарях:
κηκίδα — Ανώμαλη υπερπλασία, που σχηματίζεται σε διάφορα μέρη ποωδών, θαμνωδών και δενδρωδών φυτικών ειδών. Ο σχηματισμός της κ. οφείλεται τις περισσότερες φορές στην εναπόθεση αβγών από τα έντομα. Σπανιότερα οι κ. προκαλούνται από τη δράση χημικών ουσιών … Dictionary of Greek