-
1 κηκις
1) пламяἐν κηκῖδι φλογός Aesch. — в пламени костра
2) истечение, сок, струя(πορφύρας ἰσάργυρος κ. Aesch.)
φόνου κ. Aesch. — кровавый поток;μυδῶσα κ. μηρίων Soph. — стекающий жир бедер (сжигаемой жертвы)3) собир. чернильный орешек Dem.
См. также в других словарях:
κηκίδα — Ανώμαλη υπερπλασία, που σχηματίζεται σε διάφορα μέρη ποωδών, θαμνωδών και δενδρωδών φυτικών ειδών. Ο σχηματισμός της κ. οφείλεται τις περισσότερες φορές στην εναπόθεση αβγών από τα έντομα. Σπανιότερα οι κ. προκαλούνται από τη δράση χημικών ουσιών … Dictionary of Greek