Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

μπις!

См. также в других словарях:

  • μπις — και μπιζ επιφώνημα ακροατών προς ηθοποιούς, προς τραγουδιστές ή προς ορχήστρα, για να επαναλάβουν άσμα ή θεατρικό ή μουσικό τεμάχιο που εκτέλεσαν. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. bis «δις»] …   Dictionary of Greek

  • μπις — (λ. λατ.), επιφώνημα θεατών που εκφράζει την επιθυμία τους να επαναληφθεί κομμάτι θεατρικού, χορευτικού ή μουσικού έργου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Σέλεϊ, Πέρσι Μπις — (Percy Bysshe Shelley). Άγγλος ποιητής (Φηλντ Πλαίης, Σάσεξ 1792 Κόλπος της Λα Σπέτσια 1822). Μετά την αποφοίτηση του από το κολέγιο του Ήτον, συνέχισε τις σπουδές του στην Οξφόρδη, όπου έγραψε και κυκλοφόρησε ένα φυλλάδιο με τον τίτλο Η ανάγκη… …   Dictionary of Greek

  • CULEX — apud Graecos generale nomen non habuit olim. Nam βύτζα recens est et ex Arabibus sumptum: κώνωψ, est vinatius culex, de quo notus ille versus Hadtiani, Ambulare per popinas, Culices pati rotundos. Vide quoque infra voce Vinum. Ε᾿μπὶς, culex in… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • μπιζ — (I) το είδος παιχνιδιού κατά το οποίο ένας από τους παίκτες είναι όρθιος και φέρει στο στήθος τον δεξιό βραχίονα βγάζοντας ανοιχτή την παλάμη κάτω από την αριστερή μασχάλη, ενώ με το αριστερό χέρι καλύπτει τα μάτια του, και έτσι δέχεται διαδοχικά …   Dictionary of Greek

  • μπιζάρω — 1. κάνω κάτι για δεύτερη φορά 2. ανακαλώ στη σκηνή ηθοποιούς ή τραγουδιστές ή μουσικούς φωνάζοντας «μπις» 3. χειροκροτώ, επευφημώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. bis < λατ. bis «δις» + κατάλ. άρω] …   Dictionary of Greek

  • Ακουιτανία — I (Aquitaine). Περιοχή (41.309 τ. χλμ., 2.908.359 κάτ. το 1999) της νοτιοδυτικής Γαλλίας,που ορίζεται στα Ν από τα Πυρηναία, στα Β από τον Αρμορικανικό Ορεινό Όγκο, στα ΒΑ και Α από τον Κεντρικό Ορεινό Όγκο και στα Δ από τον Ατλαντικό ωκεανό. Το… …   Dictionary of Greek

  • μπιζάρισμα — το, ατος το να ζητά το κοινό με τη λέξη «μπις» να επαναληφθεί θεατρικό ή μουσικό κομμάτι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μπιζάρω — (λ. ιταλ.), μπιζάρισα, ζητώ να επαναληφθεί μουσικό ή θεατρικό κομμάτι φωνάζοντας «μπις», χειροκροτώ, επιδοκιμάζω: Πολλές φορές μπιζάρισαν τους ηθοποιούς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»