-
1 μπίζ
επιφ. бис -
2 безъядерный
[μπιζ'γιάνηρνυΐ] εκ. αποπυρηνικοποιημένη ζώνη -
3 безъядерный
[μπιζ'γιάνηρνυϊ] επ αποπυρηνικοποιημένη ζώνη -
4 μπίς
см. μπίζ
См. также в других словарях:
μπιζ — (I) το είδος παιχνιδιού κατά το οποίο ένας από τους παίκτες είναι όρθιος και φέρει στο στήθος τον δεξιό βραχίονα βγάζοντας ανοιχτή την παλάμη κάτω από την αριστερή μασχάλη, ενώ με το αριστερό χέρι καλύπτει τα μάτια του, και έτσι δέχεται διαδοχικά … Dictionary of Greek
μπις — και μπιζ επιφώνημα ακροατών προς ηθοποιούς, προς τραγουδιστές ή προς ορχήστρα, για να επαναλάβουν άσμα ή θεατρικό ή μουσικό τεμάχιο που εκτέλεσαν. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. bis «δις»] … Dictionary of Greek
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek