-
1 μούργα
η1) отстой, осадок оливкового масла; 2) выжимки из маслин; 3) оливковое масло (худшего качества) -
2 жмыхи
жмыхимн. (ед. жмых м) с.-х. ἡ ἀμόργη, ἡ μούργα/ τό βαμβακότρυγο[ν] (хлопкового семени). -
3 гуща
-и θ.1. καθίζημα, κατακάθι, -ισμα, υποστάθμη, αποκαθίδι, καταπάτι• μούργα•кафеиная гуща ο ντελβές.
2. λόγγος, λογγιά.3. κέντρο μάζας, πλήθους. -
4 осадок
-дка α.1. καθ ίζημα, υποστάθμη, α-ποκαθίδι, κατακάθι•осадок вина οινολάσπη, τρυγία, κρασόλασπη•
осадок масла αμόργη, μούργα•
-жира η ζούρα•
осадок кофе καθίζημα καφέ, ντελβές•
дать осадок αφήνω κατακάθια.
2. μτφ. δυσθυμία, βάρος, βαρυθυμιά,3. ιζηματογενές πέτρωμα.4. πλθ. -и βροχοπτώσεις•-и в виде дождя и снега βροχοπτώσεις και χιονοπτώσεις•
выпадение -ков βροχοπτώσεις.
-
5 подонки
-ов πλθ.1. κατακάθια, αποκαθιδια, υποστάθμη•подонки вина κρασόλασπη, οινολάσπη, η τρυγιά•
подонки масла μούργα, αμόργη•
подонки жира η ζούρα•
подонки кофе ντελβές.
2. μτφ. ο υπόκοσμος, αποβράσματα, απορρίμματα•подонки общества κατακάθια της κοινωνίας.
-
6 ἀμέργω
Grammatical information: v.Meaning: `pluck (flowers)' (Sapph.), also of olives = `squeeze'? ( Com. Adesp. 437; ἀμέργω τὸ ἐκπιέζω Hdn.). - The meaning `to squeeze olives' suggests a Pre-Greek word.Compounds: XX [unknown]Derivatives: ἀμόργη `watery part which runs out when olives are pressed' (Hp.; \> Lat. amurca, amurga), also ἀμόργης, ἄμοργος, ἄμοργις; ngr. μούργα, μοῦργος s. Kapsomenos ByzZ 36, 316f., Psaltes Festschrift Hatzidakis 66ff. - Nom. ag. (in metaph. sense) ἀμοργοί πόλεως ὄλεθροι (Cratin.). ἄμοργμα σύλλεγμα, ἄρτυμα H. - Unclear ἀμοργίς, - ίδος f. `stalks of mallow, Malva silvestris' (Ar.); after the island Amorgos (Taillardat, Rev.de phil. 33, 1959, 66; cf. also REG 64, 1951, 11ff.)? - The meaning `squeeze olives' suggests a Pre-Greek word.Origin: XX [etym. unknown]Etymology: Lat. mergae `pitch-fork' seems not related. - Though a PIE root * h₂merg- is perfectly possible, the word may also be a technical term borrowed from the substr. language, esp. if it originally refers specifically to the handling of olives (the name of the island is no doubt also a substr. element).Page in Frisk: 1,91-92Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἀμέργω
См. также в других словарях:
μούργα — η το ακάθαρτο κατακάθι λαδιού ή κρασιού στον πυθμένα δοχείου. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. amurca ή < αρχ. ἀμόργη] … Dictionary of Greek
μούργα — η το κατακάθι του λαδιού ή του κρασιού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
άμουργος — η, ο [μούργα] (για λάδι) χωρίς μούργα … Dictionary of Greek
έντρυγος — ἔντρυγος, ον (Μ) (για κρασί ή λάδι) αυτός που περιέχει τρυγία*, δηλ. κατακάθι, λάσπη (τού κρασιού) ή μούργα (τού λαδιού) («ἐν ἐλαίῳ ἐντρύγῳ» μέσα σε λάδι με μούργα, με κατακάθι, Ιπποκρ.) … Dictionary of Greek
αμούργα — η μούργα* … Dictionary of Greek
αμόργη — ἀμόργη, η (AM) [ἀμέργω] μσν. είδος βαφής αρχ. 1. η ἀμοργίς* 2. το υδατώδες μέρος που εκφεύγει κατά την έκθλιψη τών ελιών, κατακάθι, μούργα … Dictionary of Greek
αμόργης — ἀμόργης, ο (Α) [ἀμέργω] το κατακάθι, η μούργα τού λαδιού (πρβλ. και αμόργη) … Dictionary of Greek
ελαιότρυγο — το (Α ἐλαιότρυγον) η τρύξ*. το κατακάθι τού λαδιού, κν. μούργα … Dictionary of Greek
λαδοφέτζα — η το κατακάθι τού λαδιού, μούργα … Dictionary of Greek
μάλθα — και μάλθη, η (Α μάλθα και μάλθη) [μαλθακός] μίγμα από κερί και πίσσα ή μούργα λαδιού, που χρησιμοποιείται συνήθως για το καλαφάτισμα τών πλοίων νεοελλ. πυκνόρρευστο φυσικό προϊόν τού πετρελαίου, ενδιάμεση βαθμίδα μεταξύ πετρελαίου και ασφάλτου, η … Dictionary of Greek
μουρντάρης — και μουρδάρης, άρα, άρικο, θηλ. και μουρντάρισσα και μουρδάρισσα (ως επίθ. και ως ουσ.) (για πρόσ.) 1. ακάθαρτος, βρόμικος, μιαρός 2. αυτός που κάνει ανήθικες πράξεις, ασελγής 3. αυτός που επιδιώκει και πραγματοποιεί με δόλο αθέμιτα κέρδη 4. (για … Dictionary of Greek