-
1 μουία
A maggot, Hsch. [full] μουκήζειν· μέμφεσθαι τοῖς χείλεσι, Id. [full] μούκηρος, [full] μουκηρόβατος, v. μύκηρος. -
2 μύκηρος
μύκηρος, ὁ,A = ἀμυγδάλη, almond, [dialect] Lacon. and Tenian word, Seleuc. ap.Ath.2.52c: [dialect] Lacon. also [full] μούκηρος Pamphil.ib. 53b:—hence [full] μουκηρόβατος (leg. - βαγός, i. e. - ϝᾱγός from ἄγνυμι), ὁ, = καρυοκατάκτης, Id.ibid.; written [full] μουκηρόβας in Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μύκηρος
-
3 μύκηρος
Grammatical information: m.Meaning: `almond, a nut' (Ath. 2, 52 c a. 53b, H.Other forms: Lac. μούκηρος, acc. to Seleuc. and Pamphil. ap. Ath. 2, 52c and 53c Laconian and Teian for ἀμυγδάλη; a further by-form is seen in ἀμιχθαλόεις; further are given ἄμυκτον γλυκύ. οἱ δε ἄμικτον H. and ἀμυκλίς γλυκύς, ἡδύς H. (Fur. 140).Compounds: μουκηρό-βατος (Ath. 2, 53b), - βας (H.) ' καρυοκατάκτης, nutcracker', prob. for - βάγος = - Ϝάγος to (Ϝ)άγνυμι `break'; cf. βάγος κλάσμα... Λάκωνες H.; details in E. Kretschmer Glotta 18, 95 f.Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: Unknown. The connection with μύσσομαι, μύξα, lat. mūcus as "weak, slimy fruit" (Hehn Kulturpflanzen 615) seems not helpful. Bechtel Dial. 2, 378 assumes connection with the synonymous ἀμυγδάλη. The variants show that the word is Pre-Greek.Page in Frisk: 2,267Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > μύκηρος
См. также в других словарях:
μούκηρος — μούκηρος, ὁ (Α) (λακων. τ.) βλ. μύκηρος … Dictionary of Greek
μουκηροβαγός — και μουκηρόβατος και μουκηρόβας (Α) (κατά τον Ησύχ.) «καρυοκατάκτης», καρυοθραύστης. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. μουκηροβαγός < μούκηρος «μαλακό καρύδι» + βαγος(< (F)ἄγος «κλάσμα, θραύσμα» < ἄγνυμι). Το β τού βαγος πιστοποιεί την ύπαρξη F (δίγαμμα)… … Dictionary of Greek
μύκηρος — μύκηρος, λακων. τ. μούκηρος, ὁ (Α) το αμύγδαλο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Συνδέεται πιθ. με τα μύσσομαι, μύξα* «βλέννα», λατ. mūcus», «βλέννα», οπότε θα είχε σημ. «μαλακός, βλεννώδης καρπός», άποψη που προσκρούει σε σημασιολογικές δυσχέρειες. Κατ … Dictionary of Greek