-
1 μύκηρος
μύκηρος, ὁ,A = ἀμυγδάλη, almond, [dialect] Lacon. and Tenian word, Seleuc. ap.Ath.2.52c: [dialect] Lacon. also [full] μούκηρος Pamphil.ib. 53b:—hence [full] μουκηρόβατος (leg. - βαγός, i. e. - ϝᾱγός from ἄγνυμι), ὁ, = καρυοκατάκτης, Id.ibid.; written [full] μουκηρόβας in Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μύκηρος
См. также в других словарях:
μουκηροβαγός — και μουκηρόβατος και μουκηρόβας (Α) (κατά τον Ησύχ.) «καρυοκατάκτης», καρυοθραύστης. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. μουκηροβαγός < μούκηρος «μαλακό καρύδι» + βαγος(< (F)ἄγος «κλάσμα, θραύσμα» < ἄγνυμι). Το β τού βαγος πιστοποιεί την ύπαρξη F (δίγαμμα)… … Dictionary of Greek