-
1 μουσοχαρης
См. также в других словарях:
νευροχαρής — νευροχαρής, ές (Α) (επίθ. τού Απόλλωνος) αυτός που τέρπεται με τη νευρά τού τόξου ή με τη χορδή λύρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < νευρά «χορδή» + χαρής (< χαίρω), πρβλ. λιμνο χαρής, μουσο χαρής] … Dictionary of Greek