-
1 μουσοεργός
A v. μουσουργός.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μουσοεργός
-
2 μουσουργός
A cultivating music: Subst., singing girl, Hp. l.c., X.Cyr.4.6.11, Theopomp.Hist.111 (a), Com.Adesp.15.18 D.;ὀρχηστρίδες καὶ μ. Luc.Am.10
, cf. Hippoloch. ap. Ath.4.129a: also masc., musician, J.AJ15.2.5, Corp.Herm.18.1, S.E.P.1.54.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μουσουργός
-
3 πολύτιμος
II highly priced,μουσοεργός Hp.Nat.Puer.13
; very costly, AP5.35.5 (Rufin.), Babr.57.9. Adv.- μως Plb.14.2.3
(nisi leg. - τελῶς).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολύτιμος
См. также в других словарях:
μουσοεργός — μουσοεργός, ον (Α) ιων. τ. βλ. μουσουργός … Dictionary of Greek
έργο — (Φυσ.). Στη φυσική, μπορούμε να ορίσουμε το έ. μιας δύναμης αν ξεκινήσουμε από μια απλή περίπτωση, κατά την οποία ένα υλικό σώμα αμελητέων διαστάσεων, πάνω στο οποίο εφαρμόζεται μια σταθερή δύναμη, επιτελεί μια ευθύγραμμη μετατόπιση κατά μια… … Dictionary of Greek
μουσουργός — ο, η (Α μουσουργός, ιων. τ. μουσοεργός) αυτός που ασχολείται με τη μουσική τέχνη νεοελλ. συνθέτης μουσικών έργων, μουσικοσυνθέτης αρχ. αοιδός. [ΕΤΥΜΟΛ. < μοῦσα + ουργός (< ἔργον), πρβλ. στιχ ουργός] … Dictionary of Greek
πολύτιμος — η, ο / πολύτιμος, ον, ΝΜΑ 1. (ιδίως σχετικά με πρόσ.) εξαιρετικά χρήσιμος, πάρα πολύ, επωφελής, ανεκτίμητος (α. «πολύτιμος φίλος» β. «πολύτιμος μουσοεργός», Ιπποκρ.) 2. αυτός που έχει μεγάλη αξία, βαρύτιμος («πολύτιμοι λίθοι» ορυκτά που… … Dictionary of Greek