Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

μουσεῖος

См. также в других словарях:

  • μούσειος — μούσειος, ον, αιολ. τ. μοισαῑος, αία, ον (Α) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις Μούσες 2. μουσικός 3. φρ. α) «μοισαῑον ἅρμα» το άρμα τής ποίησης β) «μοισαῑος λίθος» μνημείο από άσματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μούσα (Ι) + κατάλ. ειος (πρβλ. ίππ ειος, κήπ …   Dictionary of Greek

  • Μούσειος — of masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μούσειος — of masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μοισαῖον — Μούσειος of masc acc sg (aeolic) Μούσειος of neut nom/voc/acc sg (aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μοισαῖον — Μούσειος of masc acc sg (aeolic) Μούσειος of neut nom/voc/acc sg (aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μοισαίων — Μούσειος of fem gen pl (aeolic) Μούσειος of masc/neut gen pl (aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μοισαίων — Μούσειος of fem gen pl (aeolic) Μούσειος of masc/neut gen pl (aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μούσειον — Μούσειος of masc/fem acc sg Μούσειος of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μούσειον — Μούσειος of masc/fem acc sg Μούσειος of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μοισαίαις — Μούσειος of fem dat pl (aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μοισαίαις — Μούσειος of fem dat pl (aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»