-
1 Μούσειος
Μούσειοςof: masc /fem nom sg -
2 μούσειος
Μούσειοςof: masc /fem nom sg -
3 Μούσειος
A of or belonging to the Muses, (lyr.); Μοισαῖον ἅρμα the car of Poesy, Pi.I.8 (7).67; λίθος M. a monument of song, Id.N.8.47.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Μούσειος
-
4 Μοισαίων
Μούσειοςof: fem gen pl (aeolic)Μούσειοςof: masc /neut gen pl (aeolic) -
5 μοισαίων
Μούσειοςof: fem gen pl (aeolic)Μούσειοςof: masc /neut gen pl (aeolic) -
6 Μούσειον
Μούσειοςof: masc /fem acc sgΜούσειοςof: neut nom /voc /acc sg -
7 μούσειον
Μούσειοςof: masc /fem acc sgΜούσειοςof: neut nom /voc /acc sg -
8 Μοισαίαις
Μούσειοςof: fem dat pl (aeolic) -
9 μοισαίαις
Μούσειοςof: fem dat pl (aeolic) -
10 Μουσείοις
Μούσειοςof: masc /fem /neut dat plΜουσεί̱οις, Μουσεῖονshrine of the Muses: neut dat pl -
11 Μουσείου
Μούσειοςof: masc /fem /neut gen sgΜουσεί̱ου, Μουσεῖονshrine of the Muses: neut gen sg -
12 Μουσείων
Μούσειοςof: masc /fem /neut gen plΜουσεί̱ων, Μουσεῖονshrine of the Muses: neut gen pl -
13 Μούσειε
Μούσειοςof: masc /fem voc sg -
14 μούσειε
Μούσειοςof: masc /fem voc sg -
15 μουσείοις
Μούσειοςof: masc /fem /neut dat pl -
16 μουσείου
Μούσειοςof: masc /fem /neut gen sg -
17 μουσείων
Μούσειοςof: masc /fem /neut gen pl -
18 Μοισαίον
-
19 Μοισαῖον
-
20 μοισαίον
- 1
- 2
См. также в других словарях:
μούσειος — μούσειος, ον, αιολ. τ. μοισαῑος, αία, ον (Α) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις Μούσες 2. μουσικός 3. φρ. α) «μοισαῑον ἅρμα» το άρμα τής ποίησης β) «μοισαῑος λίθος» μνημείο από άσματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μούσα (Ι) + κατάλ. ειος (πρβλ. ίππ ειος, κήπ … Dictionary of Greek
Μούσειος — of masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μούσειος — of masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μοισαῖον — Μούσειος of masc acc sg (aeolic) Μούσειος of neut nom/voc/acc sg (aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μοισαῖον — Μούσειος of masc acc sg (aeolic) Μούσειος of neut nom/voc/acc sg (aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μοισαίων — Μούσειος of fem gen pl (aeolic) Μούσειος of masc/neut gen pl (aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μοισαίων — Μούσειος of fem gen pl (aeolic) Μούσειος of masc/neut gen pl (aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μούσειον — Μούσειος of masc/fem acc sg Μούσειος of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μούσειον — Μούσειος of masc/fem acc sg Μούσειος of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μοισαίαις — Μούσειος of fem dat pl (aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μοισαίαις — Μούσειος of fem dat pl (aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)