-
1 μορφάζω
μορφάζω, gestalten, bes. Gebehrden machen, gestikuliren; ἄλλως τε καὶ εἰ μορφάζοις ὥςπερ ἡ αὐλητρὶς καὶ σὺ πρὸς τὰ λεγόμενα, Xen. Conv. 6, 4; Sp., vgl. Poll. 4, 95, Ael. H. A. 1, 29.
-
2 μορφάζω
μορφάζω, gestalten, bes. Gebärden machen, gestikulieren -
3 ἐπι-μορφάζω
ἐπι-μορφάζω, den Schein wovon annehmen, erheucheln, τί, Philo, K. S.
-
4 ὑπο-μορφάζω
ὑπο-μορφάζω, = ἐπιμορφάζω.
-
5 μορφώζω
-
6 ἐπιμορφάζω
ἐπι-μορφάζω, u. ἐπι-μορφίζω, den Schein wovon annehmen, erheucheln
См. также в других словарях:
μορφάζω — μορφάζω, μόρφασα βλ. πίν. 35 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
μορφάζω — (ΑΜ μορφάζω) [μορφή] κάνω μορφασμούς, γκριμάτσες, συσπώ τους μυς τού προσώπου μου, στραβομουτσουνιάζω μσν. δίδω μορφή, διαμορφώνω, πλάθω αρχ. 1. κινώ τα χέρια, χειρονομώ 2. μιμούμαι … Dictionary of Greek
μορφάζω — μόρφασα, συσπώ τους μυς του προσώπου για να εκφράσω δυσάρεστο συναίσθημα, κάνω γκριμάτσα, στραβομουτσουνιάζω: Μόρφασε για να δείξει τη δυσαρέσκειά του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μορφαζόμενον — μορφάζω gesticulate pres part mp masc acc sg μορφάζω gesticulate pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μορφάζει — μορφάζω gesticulate pres ind mp 2nd sg μορφάζω gesticulate pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μορφάζουσι — μορφάζω gesticulate pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) μορφάζω gesticulate pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μορφαζόμενος — μορφάζω gesticulate pres part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μορφάζειν — μορφάζω gesticulate pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μορφάζεις — μορφάζω gesticulate pres ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μορφάζεσθαι — μορφάζω gesticulate pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μορφάζεται — μορφάζω gesticulate pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)