-
1 ἐπι-μορφάζω
ἐπι-μορφάζω, den Schein wovon annehmen, erheucheln, τί, Philo, K. S.
-
2 ἐπιμορφάζω
ἐπι-μορφάζω, u. ἐπι-μορφίζω, den Schein wovon annehmen, erheucheln
См. также в других словарях:
ἐπεμόρφαζεν — ἐπί μορφάζω gesticulate imperf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιμορφάζω — ἐπιμορφάζω (AM) 1. προσποιούμαι, προφασίζομαι, υποκρίνομαι 2. αποδίδω εσφαλμένα κάτι σε κάποιον 3. μιμούμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + μορφάζω «χειρονομώ» (< μορφή)] … Dictionary of Greek