Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

μονάξ

См. также в других словарях:

  • μονάξ — (ΑΜ) επίρ. βλ. μουνάξ …   Dictionary of Greek

  • μοναξάδα — μοναξάδα, ἡ (Μ) μοναξιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < μοναξ(ι)ά + κατάλ. άδα] …   Dictionary of Greek

  • μοναξιά — η (ΑΜ μοναξιά, Μ και μοναξά και μονάξια και μοναξιά) 1. κατάσταση ανθρώπου που ζει απομονωμένος («μα τη ζωή τσι μοναξάς αγάπα κι ήρεσέ ντου», Ερωτόκρ.) 2. ακατοίκητος τόπος, ερημική τοποθεσία, απόμερο, απόκεντρο μέρος («σαν το σκόρπισμα τού… …   Dictionary of Greek

  • μοναξός — ή, ό (Μ μοναξός, όν) μόνος μσν. 1. μοναδικός 2. απομονωμένος 3. ερημικός, απόμερος τόπος 4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ μοναξά ερημικός τόπος, ερημιά 5. φρ. «μόνος μοναξός» και «μόνον μοναξός» ολομόναχος 6. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) μοναξά α)… …   Dictionary of Greek

  • μουνάξ — (Α, Μ μονάξ) επίρρ. μεμονωμένα, χωριστά (α. «μουνὰξ ὀρχήσασθαι», Ομ. Οδ. β. «μουνὰξ κτεινομένων» αλληλοφονευομένων σε μονομαχία, Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μοῦνος, ιων. τ. τού μόνος*, πιθ. αναλογικά προς το ἅπαξ (βλ. και λ. μοναξιά)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»