-
1 μοναξ
См. также в других словарях:
ὀρχήσασθαι — ὀρχέομαι dance aor inf mp ὀρχέω dance aor inf mid … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρχήσασθ' — ὀρχήσασθε , ὀρχέομαι dance aor imperat mp 2nd pl ὀρχήσασθαι , ὀρχέομαι dance aor inf mp ὀρχήσασθε , ὀρχέομαι dance aor ind mp 2nd pl (homeric ionic) ὀρχήσασθε , ὀρχέω dance aor imperat mid 2nd pl ὀρχήσασθαι , ὀρχέω dance aor inf mid ὀρχήσασθε ,… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μουνάξ — (Α, Μ μονάξ) επίρρ. μεμονωμένα, χωριστά (α. «μουνὰξ ὀρχήσασθαι», Ομ. Οδ. β. «μουνὰξ κτεινομένων» αλληλοφονευομένων σε μονομαχία, Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μοῦνος, ιων. τ. τού μόνος*, πιθ. αναλογικά προς το ἅπαξ (βλ. και λ. μοναξιά)] … Dictionary of Greek