-
1 μονο-μάχος
μονο-μάχος, einzeln kämpfend, allein, einen Zweikampf bestehend; Aesch. Spt. 780; δόρυ, ἀσπίς, Eur. Phoen. 1335 Heracl. 819; auch gladiator, Luc. Demon. 57; Hdn.
-
2 μονομάχος
μονο-μάχος, einzeln kämpfend, allein, einen Zweikampf bestehend; auch gladiator -
3 μονομαχος
I2(ᾰ) сражающийся один на один, участвующий в единоборстве(προστάται Aesch.)
μονομάχον ἐπὴ φρέν΄ ἐλθεῖν Eur. — придумать единоборство;II -
4 μάχομαι
Grammatical information: v.Meaning: `do battle' (Il.).Other forms: ep. also μαχέομαι ( μαχειόμενος, μαχεούμενον metr. lengthening), aor. μαχέσ(σ)ασθαι (Il.), μαχήσασθαι (D. S., Paus.), μαχεσθῆναι (Plu., Paus.), fut. μαχήσομαι (ep. Ion.), μαχέσ(σ)ομαι (Ion. a. late), μαχέομαι (Β 366), μαχοῦμαι (Att.; μαχεῖται Υ 26), perf. μεμάχημαι (Att.),Compounds: Often with prefix, e.g. δια-, συν-, ἀπο- (on ἀμφι μάχομαι Bolling AmJPh 81, 77ff.). As s. member in synthetic paroxytona like μονο-μάχ-ος `battling alone' (A., E.), m. `gladiator' (Str.), with μονομαχ-έω, - ία etc., ναυ-μάχ-ος `battling on sea' (AP; but ναύ-μαχος from μάχη, s. below).Derivatives: μάχη `battle' (Il.; on the meaning etc. Porzig Satzinhalte 233, Trümpy Fachausdrücke 135 f.); as 2. member e.g. in ἄ-, πρό-, σύμ-, ναύ-, ἱππό-μαχος with derivv. like προμαχ-ίζω, συμμαχ-έω, ναυμαχ-έω, - ία. Derivv. 1. μαχη-τής m. `battler' (Hom., LXX), Dor. μαχατάς (P.; H. μαχάταρ ἀντίπαλος), Aeol. μαχαίτας (Alk. Z 27, 5; hyperaeol.?), also derived from μάχομαι; Trümpy 128. 2. μάχ-ιμος `warlike, soldier of an Egyptian tribe' (IA.; after ἄλκιμος, Arbenz 42) with μαχιμικός `after the μάχιμοι' (pap.). 3. Μαχάων m. PN (Aeol. ep.), Ion. - έων, with Dor. Μαχαν-ίδας (Fraenkel Nom. ag. 1, 207f., v. Wilamowitz Glaube 2, 228). -- From μάχομαι also μαχ-ήμων `martial' (Μ 247, AP) and μαχ-ητός `controllable' (μ 119; Ammann Μνήμης χάριν 1, 14), ἀ-, περι-μάχ-ητος (Att.), μαχ-ητικός `prepared to fight' (Pl., Arist.; Chantraine Études 137); cf. μαχ-ήσομαι, με-μάχ-ημαι and Fraenkel 2, 79. -- Can be connected both with the noun as with the verb: -μάχᾱς, e.g. ἀπειρο-μάχᾱς `unexperienced in battle' (Pi.), λεοντο-μάχᾱς `fighting with a lion' (Theoc.); cf. Schwyzer 451.Origin: PG [a word of Pre-Greek origin](X)Etymology: Beside the thematic root-present μάχομαι there is the isolated by-form μαχέομαι, prob. rather after μαχήσομαι (cf. below) than as denominative of μάχη (cf. Schwyzer 721 and Chantraine Gramm. hom. 1, 351). With μαχήσομαι: ἐμαχό-μην compare cases like ἀπ-εχθήσομαι: ἀπ-εχθόμην, μαθήσομαι: ἔμαθον, γενήσομαι: ἐγενόμην (Schwyzer 782). One is therefore prepared to see in ἐμαχόμην (to which μάχομαι was made) an original aorist, with which would agree, that the aorist in Hom. "auffallend selten gebraucht ist" (Trümpy Fachausdrücke 260 n. 333). When μαχεσθαι was reinterpreted as present a new aorist (after κοτέσσασθαι a. o.) μαχέσ-(σ)ασθαι would have arisen. After the type τελέσ(σ)αι: fut. τελῶ arose to μαχέσ(σ)ασθαι the new fut. μαχοῦμαι. -- In the field of fighting and battle old inherited expressions are hardly to be expected. The connection with a supposed Iran. PN * ha-mazan- prop. *"warrior" in Άμαζών (s. v.), with which also ἁμαζακάραν πολεμεῖν. Πέρσαι, ἁμαζανίδες αἱ μηλέαι H. is as original as uncertain. Within Greek it is formally possible, to connect μάχομαι with μάχαιρα and further with μῆχαρ, μηχανή (Fick BB 26, 230), which Chantr. rightly calls improbable; cf. esp. χειρο-μάχα f. (scil. ἑταιρεία) name of the workers party in Miletos after Plu. 2, 298 c; new attempt, to find a semantic basis for the connection in Trümpy 127 f. Diff. proposals in Bq and W.-Hofmann s. mactus, mactō. - The isolated root will rather be Pre-Greek.Page in Frisk: 2,187-188Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > μάχομαι
См. также в других словарях:
ευθυμάχος — εὐθυμάχος, ον (Α) ο ευθυμάχης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευθύς + μάχος (< μάχομαι) πρβλ. μονο μάχος, ναυ μάχος] … Dictionary of Greek
θηριομάχος — ο (Α θηριομάχος) αυτός που παλεύει με άγρια θηρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηρίο + μαχος (< μάχομαι), πρβλ. μονο μάχος, πρό μαχος] … Dictionary of Greek
θρασύμαχος — (τέλη 5ου – αρχές 4ου αι. π.Χ.). Ρήτορας και σοφιστής. Καταγόταν από τη Χαλκηδόνα, αλλά έζησε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του στην Αθήνα. Ήταν σύγχρονος του Σωκράτη. Αρχικά ασχολήθηκε με τη φιλοσοφία, αργότερα όμως περιορίστηκε στη διδασκαλία… … Dictionary of Greek
θυραμάχος — θυραμάχος, ον (Α) αυτός που χτυπά τις πόρτες, που επιτίθεται κατά τών θυρών. [ΕΤΥΜΟΛ. < θύρα + μάχος (< μάχη), πρβλ. μονο μάχος, ναυ μάχος] … Dictionary of Greek
ιθυμάχος — ἰθυμάχος, ον (Α) 1. αυτός που μάχεται δίκαια και τίμια 2. αυτός που μάχεται σε ανοιχτό πεδίο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰθύς (Ι) + μάχος (< μάχομαι), πρβλ. μονο μάχος, πυγ μάχος] … Dictionary of Greek
κορυνομάχος — κορυνομάχος, ὁ (Α) αυτός που μάχεται με κορύνη, με ρόπαλο, ροπαλοφόρος πολεμιστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < κορύνη + μάχος (< μάχη), πρβλ. μονο μάχος, ξιφο μάχος] … Dictionary of Greek
τηλεμάχος — Ομηρικός ήρωας, γιος του Οδυσσέα και της Πηνελόπης. Όταν ο Οδυσσέας ξεκίνησε για την εκστρατεία της Τροίας, ο Τ. ήταν μωρό. Όταν έγινε 20 χρονών, η Αθηνά τον προέτρεψε να πάει να βρει τον πατέρα του. Πραγματικά, ο Τ. ξεκίνησε με τη συνοδεία της… … Dictionary of Greek
νεομάχος — νεομάχος, ὁ (Μ) αυτός που εμφανίστηκε ως μαχητής πρόσφατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + μάχος (< μάχομαι), πρβλ. μονο μάχος] … Dictionary of Greek
πυγμάχος — ο, ΝΜΑ ο αθλητής που ασχολείται με την πυγμαχία. [ΕΤΥΜΟΛ. < πύξ + μάχος (< μάχομαι), πρβλ. μονο μάχος] … Dictionary of Greek
ωκυμάχος — ον, Α αυτός που μάχεται ένθερμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὠκύς «οξύς» + μάχος (< μάχομαι), πρβλ. μονο μάχος] … Dictionary of Greek
κράτος — Η συνολική οργάνωση μιας κοινωνίας και η υπαγωγή της σε ένα σύστημα δικαίου, το οποίο αφορά έναν συγκεκριμένο λαό και ένα επίσης συγκεκριμένο εδαφικό πλαίσιο. Το κ. συνδέεται πάντοτε με το δίκαιο, που είναι δημιούργημα και δημιουργός του. Η… … Dictionary of Greek