-
1 μονοκοιλιος
См. также в других словарях:
θερμοκοίλιος — θερμοκοίλιος, ον (Α) (για ζώα) αυτός που έχει θερμή κοιλιά, θερμό στομάχι. [ΕΤΥΜΟΛ. < θερμ(ο) * + κοίλιος < κοιλία (πρβλ. εγ κοίλιος, μονο κοίλιος)] … Dictionary of Greek
μονοκοίλιος — μονοκοίλιος, ον (Α) αυτός που έχει έναν μόνο στόμαχο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + κοιλία (πρβλ. σκληρο κοίλιος] … Dictionary of Greek