Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

μονοκοίλιος

См. также в других словарях:

  • μονοκοίλιος — μονοκοίλιος, ον (Α) αυτός που έχει έναν μόνο στόμαχο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + κοιλία (πρβλ. σκληρο κοίλιος] …   Dictionary of Greek

  • μονοκοίλιος — with a single stomach masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μονοκοιλίοις — μονοκοίλιος with a single stomach masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μονοκοιλίων — μονοκοίλιος with a single stomach masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μονοκοίλια — μονοκοίλιος with a single stomach neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»