-
1 μονο-κάλαμος
μονο-κάλαμος, einhalmig, einstengelig, σῦριγξ, Ath. IV, 184 a, im Ggstz der πολυκάλαμος.
-
2 κάλαμος
Grammatical information: m.Meaning: `reed', often metaph. of objects made of reed, `flute of reed, fishing rod, writing teed' etc. (h. Merc. 47 [cf. Zumbach Neuerungen 5], Pi., IA.); on the botanical meaning Strömberg Theophrastea 100f.Compounds: Several compp., esp. in the botan. terminology (Strömberg Theophrastea 112), z. B. μονο-κάλαμος `with single stalk' (Thphr.), καλαμη-φόρος `with reed' (X. HG 2, 1, 2; v. l. -o-; cf. Schwyzer 526), καλαμη-τόμος `cutting off stalks' (A. R.).Derivatives: καλάμη f. `stalk or straw' (Hom., Hdt., X., Arist.).- Diminut. καλαμίσκος (Ar., medic.), καλάμιον (pap.); καλαμίς f. name of several objects made of reed (hell.; cf. Chantraine Formation 342f.); καλαμία (- εία) `reed' (pap.; collective); καλαμών `id.' (lit. pap.); καλαμάριον `reed-case' (pap.). - καλαμεύς `fisher' (Pankrat. ap. Ath.; cf. Boßhardt Die Nom. auf - ευς 75); also καλαμευτής `id.' (AP; as if from *καλαμεύω, cf. Chantraine 318); καλαμίτης `with κάλαμος etc.' (D.; s. Redard Les noms grecs en - της 81f.). - καλάμινος `made of reed' (IA.), καλαμόεις `of reed' (E. in lyr.), καλαμώδης `full of reed, reed-like' (Arist., Thphr.), καλαμικός `id.' (pap.). - καλαμόω `provide with reed, bind (a bone) with reed' (Gal.) with καλαμωτή `fence of r.' (Eust.,H.); καλαμίζω `blow a reed-flute' (Ath.). - From καλάμη: καλαμαία f. kind of grasshopper (Theoc. 10, 18), καλαμαῖον n. kind of cicade (Paus. Gr., H.) cf. Gil Emerita 25, 315f.; cf. Georgacas Glotta 31, 216), καλαμάομαι `collect grain-stalks, gather ears (of corn) ' (Kratin., LXX, Plu.) with καλάμημα (Thd.).Etymology: Old word for `reed, straw' wit forms in Latin ( culmus), in Germanic, e. g. OHG halm, in Baltic and Slavic, e. g. OPr. salme `straw', Latv. salms, Russ. solóma, Serb. slȁma. All forms except κάλαμος, - μη can go back to IE. *ḱolh₂mo-, ḱolh₂mā-; therefore κάλαμος has been explained from *κόλαμος (cf. ποταμός, πλόκ-αμος), through assimilation; but note on - μος, - μη Porzig Satzinhalte 283f. But the form may have been * klh₂-em-. - From κάλαμος Lat. calamus (s. Ernout-Meillet) like Skt. kaláma- `writing reed', and Arab. qalam \> Osman. kalém \> NGr. καλέμι (Maidhof Glotta 10, 11). - More forms in W.-Hofmann s. culmus, calamus, Vasmer Russ. et. Wb. s. solóma, Pok. 612.Page in Frisk: 1,760-761Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κάλαμος
-
3 μονοκάλαμος
μονο-κάλᾰμος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μονοκάλαμος
-
4 μονοκάλαμος
μονο-κάλαμος, einhalmig, einstengelig, im Ggstz der πολυκάλαμος
См. также в других словарях:
λεπτοκάλαμος — λεπτοκάλαμος, ον (AM) μσν. το ουδ. ως ουσ. τὸ λεπτοκάλαμον λεπτή και ψηλή κολόνα αρχ. αυτός που έχει λεπτά καλάμια. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο) * + κάλαμος (< καλάμι), πρβλ. μονο κάλαμος, παχυ κάλαμος] … Dictionary of Greek
Επτάνησα ή Επτάνησος — Ιστορική και γεωγραφική νησιωτική περιοχή (2.307 τ. χλμ., 212.984 κάτ.) που εκτείνεται κατά μήκος των δυτικών παραλίων της Ελλάδας μέχρι τη νότια Πελοπόννησο. Περιλαμβάνει από τα Β προς τα Ν τα νησιά Κέρκυρα, Παξοί, Λευκάδα, Ιθάκη, Κεφαλονιά,… … Dictionary of Greek
καλαμοβόας — καλαμοβόας, ὁ (Α) (σκωπτικά, για τον στωικό Αντίπατρο) αυτός που βοά μόνο με τη γραφίδα, δηλ. που δεν αποκρούει τα λόγια τού αντιπάλου του Καρνεάδη με τον λόγο, προφορικά, αλλά μόνο με τον κάλαμο, με τη γραφίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάλαμος + βόας (< … Dictionary of Greek
μονοκάλαμος — μονοκάλαμος, ον (Α) 1. αυτός που έχει ένα μόνο καυλό ή στέλεχος 2. αυτός που σύγκειται από ένα μόνο καλάμι («τὴν μονοκάλαμον σύριγγα Ἕρμῆν εὑρεῑν», Αθήν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + κάλαμος] … Dictionary of Greek
καλαμοϊχθύς — (Calamoichthys). Γένος πολυπτερύγων ψα ριών. Περιλαμβάνει ψάρια του γλυκού νερού με στενόμακρο σώμα, το οποίο καλύπτεται από χοντρά ρομβοειδή λέπια. Το ραχιαίο πτερύγιό του έχει μορφή σειράς αγκαθιών. Τα ψάρια αυτά είναι σαρκοφάγα, γι’ αυτό και… … Dictionary of Greek
κορμός — Το φυτικό σώμα των κορμοφύτων, το οποίο περιλαμβάνει τη ρίζα, τον βλαστό και τα φύλλα. Η ρίζα στηρίζει το φυτό στο υπόστρωμα και του παρέχει νερό και θρεπτικά συστατικά, ο βλαστός φέρει τα φύλλα, τα άνθη και τους καρπούς, ενώ τα φύλλα, τέλος,… … Dictionary of Greek
κόρμος — Το φυτικό σώμα των κορμοφύτων, το οποίο περιλαμβάνει τη ρίζα, τον βλαστό και τα φύλλα. Η ρίζα στηρίζει το φυτό στο υπόστρωμα και του παρέχει νερό και θρεπτικά συστατικά, ο βλαστός φέρει τα φύλλα, τα άνθη και τους καρπούς, ενώ τα φύλλα, τέλος,… … Dictionary of Greek
νάρδος — Πολυετές φυτό της οικογένειας των Αγρωστιδών ή Γραμινιδών (μονοκοτυλήδονα), αυτοφυές στην Ελλάδα, σε ορεινές και αλπικές βοσκές. Η επιστημονική ονομασία του είναι νάρδος ο σφικτός. Αποκτά τη μορφή πυκνής χαμηλής πρασινόγκριζας τούφας, από την… … Dictionary of Greek
ολοκάλαμος — ὁλοκάλαμος ὁ (Α) 1. πάσσαλος κατασκευασμένος ολόκληρος από καλάμι ή από ένα μόνο καλάμι 2. καλάμι πλήρως ανεπτυγμένο. [ΕΤΥΜΟΛ. < όλος + κάλαμος] … Dictionary of Greek
Αμφιάραος — Μυθολογικό πρόσωπο. Ήρωας και μάντης, που θεοποιήθηκε και λατρευόταν ως χθόνια θεότητα σε διάφορα μέρη της Ελλάδας. Οι αρχαιότερες παραδόσεις τον αναφέρουν ως απόγονο του Μελάμποδα, ονομαστού για τα μαντικά και θρησκευτικά του χαρίσματα· νεότερες … Dictionary of Greek
Λευκάδα — I Νησί (303 τ. χλμ., 20.751 κάτ.) του Ιονίου πελάγους, Β της Κεφαλονιάς και της Ιθάκης και πολύ κοντά στην ακτή της Αιτωλοακαρνανίας, από την οποία τη χωρίζει στενός (25 μ.) τεχνητός δίαυλος (διώρυγα της Λ. ή Αλεξάνδρου). Η Λ. είναι το τέταρτο σε … Dictionary of Greek