-
1 μονο-γαμία
μονο-γαμία, ἡ, das Heirathen einer Frau, Sp.
-
2 μονογαμία
μονο-γαμία, ἡ, u. μονο-γάμιον, τό, das Heiraten einer Frau -
3 μονογαμία
μονο-γᾰμία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μονογαμία
См. также в других словарях:
θαλλογαμία — η τύπος γονιμοποίησης τών μυκήτων κατά τον οποίο η σύζευξη γίνεται μεταξύ θαλλών και όχι μεταξύ γαμετών. [ΕΤΥΜΟΛ. < θαλλός + γαμία (< γαμος < γάμος), πρβλ. επι γαμία, μονο γαμία] … Dictionary of Greek
θνητογαμία — θνητογαμία, ἡ (Μ) ο γάμος με θνητό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θνητός + γαμία (< γάμος), πρβλ. ετερο γαμία, μονο γαμία] … Dictionary of Greek
κρυφογαμία — κρυφογαμία, ἡ (Α) μυστικός γάμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρυφ(ο) * + γαμία (< γάμος), πρβλ. μονο γαμία, πολυ γαμία] … Dictionary of Greek
κυνογαμία — κυνογαμία, ἡ (Α) (κατά το λεξ. Σούδα) τα κυνογάμια*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο)* + γαμία (< γάμος < γάμος), πρβλ. θεο γαμία, μονο γαμία] … Dictionary of Greek
τετραγαμία — ἡ, Μ ο τέταρτος γάμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + γαμία (< γαμος < γάμος), πρβλ. μονο γαμία] … Dictionary of Greek
ετερογαμία — Τρόπος αμφιγονικής αναπαραγωγής, κατά την οποία οι συναπτόμενοι γαμέτες προέρχονται από διαφορετικά άτομα. Η ε. μπορεί να χαρακτηριστεί ως ανισογαμία αν υπάρχει διαφορά μεγέθους και μορφής μεταξύ των γαμετών ή μεταξύ των γεννητικών κυττάρων των… … Dictionary of Greek