-
1 μονο-γάμιον
μονο-γάμιον, τό, = Vorigem, Sp., nur μονογαμίου ἐπιτίμιον, μονογαμίου δίκη.
-
2 μονογαμία
μονο-γαμία, ἡ, u. μονο-γάμιον, τό, das Heiraten einer Frau
1 μονο-γάμιον
μονο-γάμιον, τό, = Vorigem, Sp., nur μονογαμίου ἐπιτίμιον, μονογαμίου δίκη.
2 μονογαμία