-
1 μονομαχος
I2(ᾰ) сражающийся один на один, участвующий в единоборстве(προστάται Aesch.)
μονομάχον ἐπὴ φρέν΄ ἐλθεῖν Eur. — придумать единоборство;II -
2 μονομάχος
μονομάχοςmasc /fem nom sg -
3 μονόμαχος
μονόμαχοςfighting in single combat: masc /fem nom sg -
4 μονόμαχος
A fighting in single combat,μ. προστάται A.Th. 798
; (lyr.); μονομάχου δι' ἀσπίδος, i. e. in single combat, Id.Heracl. 819;μονομάχῳ δορί Id.Ph. 1325
;μονομάχου πάλης ἀγῶνα Ar.Fr. 558
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μονόμαχος
-
5 μονομάχος
ο1) вступающий в единоборство, участник единоборства; 2) дуэлянт, участник поединка, дуэли; 3) гладиатор -
6 μονομάχος
[мономахос] ουσ. а. единоборец, дуэлянт,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > μονομάχος
-
7 μονομάχος
[мономахос] ουσ α единоборец, дуэлянт. -
8 μονομάχος
μονο-μάχος, einzeln kämpfend, allein, einen Zweikampf bestehend; auch gladiator -
9 μονομάχος
gladiateur -
10 gladiateur
μονομάχος -
11 μονομάχοις
μονόμαχοςfighting in single combat: masc /fem /neut dat plμονομάχοςmasc /fem /neut dat pl -
12 μονομάχοισι
μονόμαχοςfighting in single combat: masc /fem /neut dat pl (epic ionic aeolic)μονομάχοςmasc /fem /neut dat pl (epic ionic aeolic) -
13 μονομάχον
μονομάχοςmasc /fem acc sgμονομάχοςneut nom /voc /acc sg -
14 μονομάχου
μονόμαχοςfighting in single combat: masc /fem /neut gen sgμονομάχηςmasc gen sgμονομάχοςmasc /fem /neut gen sg -
15 μονομάχους
μονόμαχοςfighting in single combat: masc /fem acc plμονομάχοςmasc /fem acc pl -
16 μονομάχων
μονόμαχοςfighting in single combat: masc /fem /neut gen plμονομάχοςmasc /fem /neut gen pl -
17 μονόμαχον
μονόμαχοςfighting in single combat: masc /fem acc sgμονόμαχοςfighting in single combat: neut nom /voc /acc sg -
18 μονομάχε
μονομάχοςmasc /fem voc sg -
19 μονομάχοι
μονομάχοςmasc /fem nom /voc pl -
20 μονομαχης
См. также в других словарях:
μονομάχος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μονόμαχος — fighting in single combat masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μονομάχος — (λατ. gladiator). Πρωταγωνιστής ενός θεάματος πάλης κατά ζεύγη, που ήταν πολύ δημοφιλές στη Ρώμη από τον 2o αι. π.Χ. Οι αγώνες αυτοί, πιθανότατα ετρουσκικής καταγωγής, γίνονταν στα αμφιθέατρα και είχαν, στην αρχή, νεκρώσιμο χαρακτήρα, συνδεόμενοι … Dictionary of Greek
μονομάχος — ο, η 1. άτομο που συμμετέχει σε μονομαχία. 2. στην αρχαία Ρώμη, κατάδικος ή δούλος που μονομαχούσε στο θέατρο με άνθρωπο ή άγρια θηρία ώστε να διασκεδάσει το κοινό που παρακολουθούσε τη διαδικασία: Στο Κολοσσαίο της Ρώμης έχασαν τη ζωή τους… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Μονομάχος, Μιχαήλ — (14ος αι.). Βυζαντινός στρατηγός που έδρασε στα χρόνια του Ανδρόνικου Γ’ Παλαιολόγου. Οι σύγχρονοι του τον θεωρούσαν άνθρωπο συνετό και έμπειρο στρατιωτικό. Διορίστηκε διοικητής της Θεσσαλονίκης. Το 1333, όταν πληροφορήθηκε τον θάνατο του δεσπότη … Dictionary of Greek
μονομάχοις — μονόμαχος fighting in single combat masc/fem/neut dat pl μονομάχος masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μονομάχοισι — μονόμαχος fighting in single combat masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) μονομάχος masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μονομάχον — μονομάχος masc/fem acc sg μονομάχος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μονομάχου — μονόμαχος fighting in single combat masc/fem/neut gen sg μονομάχης masc gen sg μονομάχος masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μονομάχους — μονόμαχος fighting in single combat masc/fem acc pl μονομάχος masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μονομάχων — μονόμαχος fighting in single combat masc/fem/neut gen pl μονομάχος masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)