-
1 μονοβαίας
μονο-βαίας, ὁ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μονοβαίας
-
2 μονό-βας
-
3 μόνοβας
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μόνοβας
-
4 μονοβάμων
μονο-βάμων, ον, u. μονό-βας, αντος, ὁ, allein gehend, μέτρον, aus einem Fuße bestehend; auch μονοβαίας
Перевод: с греческого на все языки
со всех языков на греческий- Со всех языков на:
- Греческий
- С греческого на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий